Το βιβλίο μου «Στο
μισό του ουρανού», πρωτοκυκλοφόρησε τον Ιούνιο 2000 σε εικονογράφηση του Αλέξη
Κυριτσόπουλο,ήταν το δεύτερο βιβλίο από τις εκδόσεις Πατάκη.
Ύστερα από τέσσερις
επανεκδόσεις το 2010 έληξε το συμβόλαιό μου ενώ στην αγορά δεν υπήρχε πλέον
κανένα αντίτυπο.
Τον Οκτώβριο 2012 το βιβλίο «Στο μισό του
ουρανού»,θα κυκλοφορήσει σε αναθεωρημένη έκδοση από τις εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΦΩΝΟ, με
εικονογράφηση του Βαγγέλη Ελευθερίου.
Το βιβλίο το αγαπώ ιδιαίτερα,όμως μόνο δυο
λόγους θα αποκαλύψω:
- Πρώτα
από όλα ήταν το δεύτερο βιβλίο μου,μετά το «Φιλαρέτη και Πάτης» από τις ίδιες
εκδόσεις -το βιβλίο με το οποίο συστήθηκα στο χώρο της παιδικής λογοτεχνίας-,
που ο Μάνος Κοντολέων, επέλεξε και πρότεινε στις εκδόσεις.Ήταν και είναι πολύ σημαντικό
και τιμητικό μιας και ο Μάνος
Κοντολέων, είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας που έχει ασχοληθεί με όλα τα
είδη λογοτεχνίας με μεγάλη επιτυχία και το έργο του όπως του έχω πει σε μια
από τις συναντήσεις μας το «Ζηλεύω».
- Πάντα
με ενδιέφερε να γράψω κάτι για τα νησιά μας, για τα όμορφα αλλά και τα πολλά
δύσκολα που ζουν. Η τετράχρονη παραμονή μου στη Ρόδο μου έδειξε πολλές πτυχές
αυτών των τόπων. "Το μισό του ουρανού" γράφτηκε στο σπιτάκι ψηλά στα 22
σκαλοπάτια, πάνω από το Γιαλό και αφορά τη Σύμη, έτσι όταν κυκλοφόρησε τον
Ιούλιο παρουσιάστηκε στα πλαίσια του σημαντικού και μοναδικού Φεστιβάλ Σύμης. Εκείνη η
παρουσία μου είχε ως αποτέλεσμα το Σεπτέμβριο 2001 να συμμετέχω στο Συμπόσιο του 7ου Φεστιβαλ Σύμης, «Τόπος αλλού-Θαλάσσιοι τόποι στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους», με
αφορμή πάντα το βιβλίο η εισήγησή μου είχε το παρακάτω θέμα που εντάχθηκε μαζί με όλες τις άλλες εισηγήσεις των συγγραφέων και των πανεπιστημιακών που συμμετείχαν,στο ομότιτλο βιβλίο που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.
Έλενα Αρτζανίδου
Νηπιαγωγός-Συγγραφέας.
Θέμα:Τόπος αλλού.Θαλάσσιοι τόποι
στην παιδική και νεανική λογοτεχνία.
Τίτλος.
Από τον Καρκαβίτσα
στον Εγγονόπουλο και από το Αϊβαλί του Κόντογλου στο Μισό του ουρανού της Σύμης:
κείμενα πλημμυρισμένα θάλασσα, που ξέρουν να οδηγούν και να πλάθουν ψυχές
αναγνωστών της λογοτεχνίας.
ΕΛΕΝΑ
ΑΡΤΖΑΝΙΔΟΥ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ-ΝΗΠΑΙΓΩΓΟΣ
Η
ζωή του Έλληνα είναι άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα από την αρχαιότητα έως και
σήμερα.Ο ελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε στο Αιγαίο,στις ακτές της Μεσογείου
και του Εύξεινου Πόντου.
Το
«θάλαττα,θάλαττα» έγινε θριαμβευτική
ιαχή.Στα κλασσικά χρόνια της Αθήνας, ο Θεμιστοκλής, ο μεγάλος ηγέτης, θα
στρέψει επίμονα την Αθήνα προς το ναυτικό βίο και θα δώσει άλλο χαρακτήρα στη
ζωή της πόλης. Πιστεύει πως η στροφή προς τη θάλασσα ήταν σε μεγάλο βαθμό
συμβατή με την ανάπτυξη της δημοκρατίας1.
Ο Περικλής θα θεωρούσε μεγάλο πλεονέκτημα αν η
Αττική βρεχόταν ολόγυρα από θάλασσα.Αν ήταν νήσος, οι Αθηναίοι θα ήταν
απόρθητοι.
Η
γεωφυσική θέση,η οικονομική ανάπτυξη και η ιστορία της χώρας μας σχετίζονται
άμεσα με τη θάλασσα.
Ο μικρός αναγνώστης πολύ νωρίς γνωρίζει μέσα
από την αφήγηση του Ομήρου τον ήρωα
Οδυσσέα να ταξιδεύει για τον άλλο τόπο έχοντας αυτήν για μέσο,τη θάλασσα: «Ποιος
τόση πικροθάλασσα, που τελειωμό δεν έχει, θα την περνούσε αυτόθελα…»2. .Και
είναι εκείνη που άλλοτε του παρέχει την ασφάλεια σώζοντάς τον από τον κίνδυνο: «Γέμισε
αφρούς η θάλασσα καθώς της ήρθε ο βράχος {…} κι όταν διπλά
αλαργέψαμε στο πέλαγος τραβώντας, πάλε έσκουζα στον Κύκλωπα»3.
Με
αυτόν τον ήρωα ταυτίζεται o μικρός αναγνώστης και ανοίγει τα πανιά του, τον βάζει στα όνειρά
και στα παιχνίδια του, γιατί είναι αυτός που πάλεψε τη θάλασσα και τα στοιχειά
της αλλά και νανουρίστηκε στην αγκαλιά
της.
Και
όσο μεγαλώνει το Ελληνόπουλο, τόσο ξετυλίγονται και άλλες ιστορίες μέσα από τα
λογοτεχνικά κείμενα, που όλο και περισσότερο το φέρνουν πιο κοντά στη
θάλασσα,σ’ αυτήν που είναι εκεί, σιμά του, από τα πρώτα χρόνια, δεμένη με την
γέννηση του,τα πρώτα του ταξίδια,τον έρωτα,τον αγώνα και το θάνατο.
Προσπαθώντας να καταγράψω την ταύτιση του
Έλληνα με τη θάλασσα, θα συνεχίσω να ξετυλίγω το κουβάρι που παρουσιάζει την
διαφορετική κάθε φορά σχέση του Έλληνα με την υγρή φίλη,έτσι όπως αναδεικνύεται
από την παιδική και νεανική λογοτεχνία.
Το
παιδί αρέσκεται στους θρύλους και στις θαλασσινές περιπέτειες,με αυτές
μεγαλώνει.Ο θρύλος της Γοργόνας, της αδερφής του Μ.Αλέξανδρου, εξελίσσεται στο
πέλαγος. Έτσι, από τον μυθικό Οδυσσέα το Ελληνόπουλο αφήνεται στην ιαχή:
«Ο βασιλιάς
Αλέξανδρος απέθανε για ζη;»
Βροντολογά το στόμα της και τα νερά
αναδεύει
με την ψαρίσια της ουρά,
και το γυναικείο
της αυτί απόκριση γυρεύει.
«Ο βασιλιάς Αλέξανδρος στον κόσμο
βασιλεύει,
Ο ναύτης αποκρίνεται,ζωή να
`χης,Κυρά»4.
Η μνήμη του βασιλιά διασώζεται, κι αυτό
γίνεται με τη μεσολάβηση της θάλασσας, όπως αυτό φαίνεται από τους παραπάνω
στίχους του Γ.Δροσίνη.
Η θάλασσα σχετίζεται με το βιοπορισμό.Ο
Έλληνας στον αγώνα της επιβίωσης δεν αναλογίζεται τις δυσκολίες,τον κίνδυνο τον
αποχωρισμό που αυτή του επιφυλάσσει, παρά αποφασίζει να σαλπάρει με κάλμα
καιρούς και να παλέψει με κύματα θεριά:
Τελευταία έμειναν η γολέτα του
καπετάν Παλιούρα,η «Βαγγελίστρα»Οι ναύτες και το ναυτόπουλο[…}Το ναυτόπουλο
ρίχνει μια ματιά σε ένα χαμηλό σπιτάκι{…}Στο λιακωτό είναι η μάνα του,χήρα
μαυροντυμένη{…}Πότε θα γυρίσει η «Βαγγελίστρα»με το γιο της που θα φέρη την
προίκα να παντρέψη την αδερφή του..Ήρθε του Αγ.Νικολάου και η «Βαγγελίστρα» δε
φάνηκε {…} Ξημερώνει το Μεγάλο Σάββατο και «Βαγγελίστρα» είναι έξω από το νησί.Μα
να πιάση λιμάνι δε μπορεί..
«Για το θεό!λέει ο καπετάνιος
θυμωμένος έξω από το νησί μας να χαθούμε!»
Την ώρα που έβγαιναν οι επιτάφιοι…
«Ήρθα μάνα μου,παράγγειλε το
ναυτόπουλο»5.
Σε
αυτό το έργο «Η πατρίδα μας»,1919, του Ανδ.Καρκαβίτσα,το ναυτόπουλο, αμούστακο
ακόμη, σηκώνει τα βάρη της οικογένειας.Αν δεν ταξιδέψει, η αδερφή του δε θα
παντρευτεί, πράγμα αδιανόητο.Έτσι δίχως άλλη σκέψη και επιλογή, θα γνωρίσει
λιμάνια και τόπους.Θα εμπιστευτεί τη ζωή του και αυτών που αφήνει πίσω σε
κάποιο καράβι και στον άγιο.
Εις
οποιονδήποτε νήσον και αν αποβιβασθης,θα απαντήσης ναόν του αγίου Νικολάου..Ο
άγιος Νικόλαος είναι ο παππούς του ναυτικού μας..Ο ναύτης και όταν ευδαίμων
επιστρέψη είς τήν νησόν του,φέρει το τάξιμον του είς τον Άγιον..και από τα
δόντια του θανάτου γλυτώση,πρώτα-πρώτα θα φέρη το τάξιμό του είς τον
Άγιον,λαμπάδα μεγάλην και ύστερον θα μεταβη είς την οικίαν να χαιρετίση τήν
μητέραν του ή την σύζυγόν του6….
Η βιοπάλη είναι δύσκολη, και πολύ περισσότερο
η ζωή του ταξιδευτή.Σε κάθε γυρισμό ο ναύτης δε ξέχνα τον άγιο του,αυτόν που
τον συντρόφευε στα όμορφα ταξίδια και που, όταν τον χρειαζόταν, ήταν εκεί για
να του στείλει μια σανίδα σωτηρίας.Πρώτα πηγαίνει το τάμα του,ως πρέπει,και
μετά, όπως παραπάνω γράφει ο Αλεξ. Μωραϊτίδης
στο «Των θαλασσών ο Άγιος», θα πάει στη μάνα ή στη γυναίκα του.Πάντα ο
Έλληνας τολμούσε τα ταξίδια και πάντα, από την αρχαιότητα έως και σήμερα,
λογάριαζε και έβαζε ανάμεσα σε αυτόν και στο υγρό στοιχείο το θεό και προστάτη
του.Στον Ποσειδώνα θυσίαζε ο ήρωας για να φτάσει στο πολυπόθητο λιμάνι που θα
πουλούσε το κρασί να φέρει το μετάξι.Τον άγιο Νικόλα ζήταγε ο ναύτης που
θαλασσοπνιγόταν και ευθύς εκείνος ήταν εκεί για να τον σώσει.
Σε άλλα πάλι βιβλία Ελλήνων λογοτεχνών που
απευθύνονται κυρίως σε παιδιά ξεχωρίζει η αγάπη και το πάθος για τη θάλασσα.Τα
όνειρα και οι φιλοδοξίες που αυτή γεννά.
Στο έργο Τ’
Αϊβαλί η πατρίδα μου ο Φώτης Κόντογλου γράφει:
Εγώ νιώθω τη θάλασσα,γιατί γεννήθηκα
κοντά της.Αναθράφηκα και μεγάλωσα μέσα στους αρμυρούς αφρούς της{…} Άφηνα το
κορμί μου να το σπρώχνουνε τα κύματα κατά την ακρογιαλιά{…} Πήγαινα και ξάπλωνα
απάνω στα κοχύλια και καθόμουνα μπρούμυτος πολλές ώρες,κοιτώντας την αγαπημένη
μου θάλασσα,που με καλούσε πάλι κοντά της{…}7
Ο συγγραφέας αναδεικνύει τον έρωτα που
γεννιέται.Παρουσιάζει επίσης το χτίσιμο της σχέσης του ήρωα με τη γη και
θάλασσά του.
Γι’ αυτήν την αγάπη, που είναι ακόμη και πιο
πάνω από την αγάπη προς τη μάνα, κάνει λόγο και ο Στρατής Μυριβήλης στο
μυθιστόρημά Ο Αργοναύτης:
«Αντρέα,εσύ δε θα πατήσεις ποτέ σου
καραβοσανίδα αν με αγαπάς»{…} Ο Αντρέας της χαϊδεύει πάντα το αδύνατο χέρι {…} Και
πάντα συλλογιζότανε τη θάλασσα {...}8
Και όπως ο έρωτας σε θολώνει και πλημμυρίζει η
ψυχή από ενέργεια και ευτυχία, έτσι και ο ήρωας παρασύρεται και την ακολουθεί
αδιαφορώντας για τα λόγια της μάνας: «Είναι το πιο άπιστο πράμα η θάλασσα,
αγόρι μου…»9. Ο ήρωας αποφασίζει να την ακολουθήσει και να ζήσει
κοντά της κρυφά, αψηφώντας τις οποιεσδήποτε συνέπειες, όπως και στον έρωτα θα
πάει ως το τέλος: «Ο Αντρέας άκουγε μέσα
του τη φωνή της θάλασσας σαν τη φωνή της Φυλής,της προαιώνιας φυλής των θαλασσινών10». Έτσι, η
αγαπητικιά του θα τον πάρει μαζί της, και σαν άλλος Ιάσονας και Οδυσσέας θα
τολμήσει,θα παιδευτεί για να βγει νικητής.
Κλείνοντας
ο Μυριβήλης γράφει:
«Τη μητέρα μου! είπε με λαχτάρα ο
Αντρέας.Ειδοποιήστε,παρακαλω,τη μητέρα μου πως γυρίζω πίσω…Κοντά της…Πώς είμαι
ζωντανός …»11
Και ενώ παραπάνω ο νέος θέλει να ζήσει την
περιπέτεια με την αγάπη του, σε ένα άλλο έργο Ο
Ατλαντικός του Νίκου Εγγονόπουλου, ξεδιπλώνεται το ταξίδι προς άλλους
μακρινούς τόπους και απέραντες θάλασσες. Θάλασσα και ουρανός σού δίνουν την
εντύπωση πως είναι ένα. «Στην κουπαστή
σκυμμένοι θ’ απολαμβάνουμε την άφατη ειρήνη»12 ,
έτσι
ξεκινάει ο συγγραφέας για να νιώσει ο ίδιος και ο αναγνώστης το φόβο και τον
κίνδυνο που ακολουθεί.«Αρχίζουνε να
πέφτουνε οι στάλες,οι πρώτες της βροχής κι άνεμοι αγριοξάφνης{…} με μουγκρητά
μας περιζώνει.Τι μακριά που είστε της πάτριας γης εικόνες…»13
Και
όταν ο κίνδυνος κορυφωθεί και όλα τα φυσικά φαινόμενα δείξουν τη δύναμή τους σε
υπερθετικό βαθμό, ο θαλασσινός θα αναζητήσει την πατρίδα, ακόμη και αυτήν την
καινούργια: «Πολύ αργεί πότε θα φτάσουμε
στην ξένη γη;»14.
Αρκετοί συγγραφείς μας επίσης ασχολήθηκαν με
το τρίπτυχο ζωή-θάλασσα-εξαφάνιση. Η πολύ
λαίμαργη φάλαινα που έφαγε τη θάλασσα
του Ευγ.Τριβιζά καταφέρνει να προβληματίσει τα παιδιά στην αξία της
αλυσίδας της ζωής.
«Όταν η θάλασσα κατάπιε όλα τα
κύματα{…}έφαγε χταπόδια,ξιφίες σπάρους,ναύτες,γοργόνες,φάρους,πλοία{…} 15
κι έμεινε μεμιάς μόνη στη μέση της μεγάλης ερημιάς{…} Είδε τότε να’ρχονται από
μακριά με καμάκια μυτερά{…}.Έρχονται να με σκοτώσουν{…}16
Η ισορροπία της κάθε μορφής ζωής είναι
απαραίτητη. Ένα λάθος, μια απερισκεψία θα οδηγήσει σταδιακά τον πλανήτη στην
ερημιά και στην εξαφάνιση. «Και από τότε
της κόπηκε η λαιμαργία και τρώει τις μαρίδες μία μία!»17 ,αυτά
είναι τα τελευταία λόγια του μεγάλου μας παραμυθά.
Σ’ ένα πρόσφατο έργο, «Στο μισό του ουρανού», που
διαδραματίζεται εξ’ολοκλήρου στη Σύμη και στα νερά της, η συγγραφέας, Έλενα
Αρτζανίδου, παρουσιάζει τη ζωή του τόπου μέσα από τα μάτια της ηρωίδας, της
Ωραιοζήλης. Η θάλασσα είναι η έμπνευσή
της στη χαρακτική που λατρεύει. Η θάλασσα είναι ο τόπος των νέων γνωριμιών και
της παιδικής ανεμελιάς. Είναι αυτή που ζει την οικογένειά της, ο πατέρας
εργάζεται στις ιχθυοκαλλιέργειες.Αλλά είναι και αυτή που άθελά της θα
προκαλέσει κακό και πόνο σ’ όλη την οικογένεια. Η ηρωίδα θα την απαρνηθεί, αλλά
όχι για πάντα, μιας και, όπως ξέρουμε, ο Έλληνας, γεννημένος κοντά στη θάλασσα,
μπορεί να της θυμώνει και κείνη να τον πληγώνει, αλλά πάντα σε κείνη γυρνά.
Μετά από το ατύχημα η φιλία τους
κλονίστηκε.Τίποτε δεν ήταν όπως πριν{…}Τη θάλασσα την απαρνήθηκε,και κείνη
δικαιολογημένα ξέχασε το κορμί της{…}Κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει {…}
Βούτηξε και άρχισε να κολυμπάει μανιασμένη {…} όταν έβγαλε το κεφάλι και
κοίταξε πίσω της είχε απομακρυνθεί από τη στεριά. Ήταν λίγο πριν βγει από τον
κόλπο
{…} 18 .
Θα κλείσω με το κείμενο του Φώτη Κόντογλου «Ταξίδια
και ταξιδευτές»19:
Όλοι οι άνθρωποι τα αγαπάνε τα ταξίδια, μα οι
Έλληνες τα αγαπάνε ακόμα παραπάνω, και για αυτό εκείνον που ταξιδεύει
μακαρίζουνε οι άλλοι που κάθονται παραπονεμένοι σα να’ναι καταδικασμένοι. Και
βγήκανε από τον τόπο μας πολλοί ταξιδευτάδες, που ταξιδέψανε όχι σε κοντινά
μέρη παρά σε μακρυνά. Γιατί ταξίδια λέγουνται και τα κοντινά, ταξίδια λέγουνται
και τα μακρυνά, ταξίδια λέγουνται και της θάλασσας και της στερηάς,ταξίδια λέγουνται
και τα εύκολα και τα ραχατλίδικα, ταξίδια λέγουνται και τα επικίνδυνα. Για μένα
όμως τα καλά τα ταξίδια είναι τα μακρυνά,τα θαλασσινά και τα επικίνδυνα. Τα
άλλα μοιάζουνε σαν και κείνο που έκανε ο Γάλλος ντε Μαιτρ και που το ονόμασε
«Ταξίδι γύρω από την κάμαρή μου».
Αλλά τέτοια ταξίδια που είπα, θαρρώ πως δε
γίνουνται πια σήμερα, και επειδή από τα μικρά μου χρόνια είχα μεγάλον πόθο να
γίνω ταξιδευτής και διάβαζα ολοένα το Ροβινσόνα Κρούσο, τον Σεβάχ Θαλασσινό,κι
άλλες τέτοιες ιστορίες, για τούτο αγαπώ και κείνα τα χρόνια, κι ήθελα να ζω σε
κείνον τον καιρό.
Σε
ευχαριστούμε θάλασσα που μας γέννησες,μας νανούρισες,μας έδειξες τον
κόσμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1.Εμμανουήλ.Ι.Μικρογιαννάκη,περ.Ιστορικά,σ.6-8,Ελευθεροτυπία
,10 Μαϊου 2001.
2.Ομήρου
Οδύσσεια, ε 102-103,μετφρ.Ζ.Σιδέρη,σ.76.
3.Ομήρου
Οδύσσεια,ε 491,498,499, μετφρ.Ζ.
Σιδέρη,σ.142.
4.Δροσίνης
Γ., «Ζη ο βασιλιάς Αλέξανδρος», Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄,έκδοση Ε΄,1966,Σ.70.
5.Καρκαβίτσας
Ανδρ., «Το ναυτόπουλο», «Η πατρίδα μας», Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄1919 έκδοση
Ε,σ.192-194,
6.Μωραϊτίδης
Αλ., «Των θαλασσών ο άγιος», Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄, «Διηγήματα»,1921,σ.15.
7.Κόντογλου
Φ., «Η μάνα μου η θάλασσα», «Τ’ Αιβαλί η πατρίδα μου,» σ.84-85,Γλώσσα Γ΄Δημοτικού.
8.Μυριβήλη
Στρ., « Αργοναύτης»,Αθήνα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας,1992,σ.18.
9.Μυριβήλη
Στρ., ό.π.,σ.18.
10.Μυριβήλη
Στρ,,ό.π.,σελ.19.
11.Μυριβήλη
Στρ.,ό.π.,σελ.187.
12.Εγγονόπουλος
Ν..Ατλαντικός,σ.80,Γλώσσα Ε΄Δημοτικού.
13.Εγγονόπουλος
Ν.,ό.π.,σελ.81
14.Εγγονόπουλος
Ν.,ό.π.σελ.81.
15.Τριβιζάς
Ευγ., «Η πολύ λαίμαργη φάλαινα που έφαγε τη θάλασσα», Γλώσσα Ε΄Δημοτικού ,Εκδόσεις
Κέδρος,σ.91.
16.Τριβιζάς
Ευγ.,ό.π.σελ.92.
17.Τριβιζάς
Ευγ,ό.π.σελ.93.
18.Αρτζανίδου
Έλ. ,Στο μισό του ουρανού, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη,2000,σ.95-97.
19.Κόντογλου
Φ., «Θάλασσες, καΐκια και καραβοκύρηδες», Βιβλιοπωλείο της Εστίας.