Επισκεφτείτε τη σελίδα δείτε και διαβάστε ότι αφορά το "Γκασταρμπάιτερ η οδυνηρή φυγή", και γίνεται μέλη της ομάδας:
http://www.facebook.com/groups/453975914612492/
…Αρνούμαι να ξεκολλήσω από πάνω σου. Τα νύχια μου τρυπούν το ταλαιπωρημένο σου σώμα. Ο χτύπος της καρδιάς σου μου δίνει ελπίδα και συνάμα μου θυμίζει μιαν άλλη καρδούλα που δεν κατάφερε να αντέξει. Πονώ, όμως ξέρω πως πρέπει να φύγω, να απομακρυνθώ όσο γίνεται περισσότερο από τη φτώχεια, τη μιζέρια, την απελπισία. Το τελευταίο μας φιλί, και αμέσως μετά σκόνη, κι όλα μένουν πίσω και χάνονται…
Έγραψαν για το "Γκασταρμπάιτερ η οδυνηρή φυγή"Manus Scripta.
Γιώτα Φώτου, Διαβάστε εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/06/blog-post_28.html
Ανδρέας Καρακίτσιος,Διαβάστε εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/07/o.html
Έφη Βαφειάδου,καθηγήτρια του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ,έγραψε στο facebook:
Η Λίτσα Χαραλάμπους, έγραψε για το βιβλίο:
Την λέξη «γκασταρμπάιτερ» την άκουσα για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια παρακολουθώντας μια εκπομπή της ΕΤ 3 αφιερωμένη στον απόδημο ελληνισμό. Ανέτρεξα σε πηγές για να πληροφορηθώ ότι «γκασταρμπάιτερ» λέγονται οι προσκεκλημένοι- φιλοξενούμενοι εργάτες. Αυτοί που έφυγαν από την Ελλάδα στο πλαίσιο της «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» που υπεγράφη στις 30 Μαρτίου του 1960. Έτσι αυτοί οι γκασταρμπάιτερ έφυγαν επισήμως να δουλέψουν στην τότε Δυτική Γερμανία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, χυτήρια, εργοστάσια πορσελάνης και φαρμάκων. Δηλαδή στη βαριά βιομηχανία. Η συμφωνία αυτή κράτησε για δεκαπέντε κυρίως χρόνια, μέχρι το 1975. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της πιο έντονης μετανάστευσης των Ελλήνων, που βιώθηκε όσο καμία άλλη. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της.
Έγραψε ο Μάνος Κοντολέων,συγγραφέας, στο diastixo:
Η Πασχαλία Τραυλού, συγγραφέας, έγραψε,
Γκασταρμπάιτερ,
η οδυνηρή φυγή, της Έλενας Αρτζανίδου
Γκασταρμπάιτερ... Η λέξη ηχεί βαριά στις αισθήσεις μας. Μας τυλίγει μέσα στην ψύχρα της αναγκάζοντάς μας να φέρουμε στο νου μας δυσάρεστα αισθήματα και εικόνες ανθρώπων που χωρίζουν, παιδιών που βλέπουν το τρένο με τους γονείς να ξεμακραίνει και εκείνα πιασμένα απ’ το χέρι της γιαγιάς να προσπαθούν να κρατηθούν και να τραφούν από μια μνήμη τρυφερότητας ξενιτεμένη, δεμάτων με αγάπη, χρήματα και πράγματα που προσπαθούν να αντισταθμίσουν την εξ αποστάσεως αγάπη των ξεριζωμένων...
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ: http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/10/25102012.html
Η Χρυσάνθη Τσιαμπαλή-Κελεπούρη, συγγραφέας,έγραψε;
Συνεντεύξεις
Συνέντευξη εφημερίδα Δράση Ρόδου.
Η Έλενα Αρτζανίδου, παιδί μεταναστών στη Γερμανία καταγράφει στο βιβλίο της «Γκασταρμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή», τις ιστορίες των ξενιτεμένων Ελλήνων. Ιστορίες με πίκρα, πόνο, αλλά και πολλές ευχάριστες στιγμές, που περίμεναν να ειπωθούν. Αυτοί οι Έλληνες που τη δεκαετία του '60 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, κουβαλούν πάντα μέσα τους τα βιώματά τους, τα οποία η Έλενα Αρτζανίδου αποτυπώνει στο χαρτί.
Γκασταρμπάιτερ, προερχόμενοι από τη Μακεδονία οι ήρωες του βιβλίου, οκτώ ζευγάρια και η Αντωνία φτάνουν το 1964 στο Βαλντσάσεν με σκοπό να δουλέψουν σε εργοστάσιο πορσελάνης. Με τρένο ως τον Πειραιά και μετά με ένα σαπιοκάραβο, το Κολοκοτρώνης ως το Πρίντεζι κι από εκεί με αμαξοστοιχία πάλι ως τη Γερμανία. Εγκαθίστανται σε «χάιμ» σπίτια με πολλά δωμάτια, (ένα για κάθε ζευγάρι) κουζίνα και μπάνιο κοινό που βρίσκονταν κοντά στο χώρο εργασίας.
Πίσω στην πατρίδα μένει εγκλωβισμένος ο Χάρης, σύζυγος της Αντωνίας περιμένοντας να πάρει το πολυπόθητο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων ώστε να εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης για τη Γερμανία όπου θα συναντήσει τη γυναίκα του. Κύριοι ήρωες του βιβλίου η Αντωνία και ο Χάρης. Γύρω τους η Λένα με τον Λευτέρη, η Ελευθερία με τον Αρίστο, ο Φίλιππος και άλλοι μετανάστες, οι γονείς και συγγενείς του ζευγαριού. Μια κοινωνία που ως χθες φάνταζε εξωπραγματική, μια κοινωνία που κινείται μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια αλλά ονειρεύεται και ελπίζει κάτω από τους ήχους των τραγουδιών του Καζαντζίδη.
Σήμερα η Ελλάδα ετοιμάζεται για μια νέα μετανάστευση, ίσως με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά με τον ίδιο σκοπό. Την καλυτέρευση της ζωής των νέων ανθρώπων. Για το λόγο αυτό το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου γίνεται κατά έναν περίεργο τρόπο επίκαιρο, αφού η ιστορία κάνει κύκλους και επανέρχεται πολλές φορές φέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένους εφιάλτες.
Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία στη Γερμανία;
Θυμάμαι πολύ καλά το σπίτι όπου ζούσαμε. Ήταν ένα δίπατο πέτρινο με μία εσωτερική αυλή. Πάνω έμεναν οι κουμπάροι μας με τα παιδιά τους και κάτω εμείς. Ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι.
Θυμάμαι πολύ καλά το σχολείο μου. Πήγαινα στο σχολείο με το λεωφορείο στη διπλανή πόλη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ξυπνάω πολύ πρωί. Πήγαινα και στο ελληνικό σχολείο, το οποίο δεν ήταν οργανωμένο, όπως μετά το 1981. Μάθαινα ανάγνωση και γραφή. Τα υπόλοιπα τα μάθαινα από τον μπαμπά μου στο σπίτι. Το γερμανικό σχολείο το εγκατέλειψα. Δεν μπόρεσα να ενταχθώ.
Θυμάμαι πολύ καλά τα υπέροχα καταπράσινα πάρκα. Τους περιπάτους μας. Θυμάμαι τα γλέντια της οικογένειας με τους συγγενείς και τους υπόλοιπους Έλληνες. Γλεντούσαν πολύ, ακούγοντας τον Καζαντζίδη και πίνοντας τσίπουρο και στο τέλος κλαίγανε. Εγώ σαν παιδί δεν το καταλάβαινα τότε αυτό. Στο τέλος το κατάλαβα φυσικά. Κατάλαβα τον πόνο που ένιωθαν μέσα τους.
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Πώς αποφασίσατε να το γράψετε;
Όλα αυτά τα βιώματα τα κουβαλούσα πάντα μέσα μου. Κάποια εποχή αρθρογραφούσα στη Μακεδονία της Θεσσαλονίκης. Είχα μία στήλη κάθε Δευτέρα στην οποία έγραφα ό,τι μου έκανε εντύπωση, ό,τι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή έγραψα ένα κείμενο 600 λέξεων με κεντρική ιδέα τη μετανάστευση. Αυτό το κείμενο το είχε δει τότε ο αρχισυντάκτης και φίλος μου ο Γιάννης Κεσόπουλος και μου είπε ότι ήταν εξαιρετικό. Μου πρότεινε να δουλέψω πάνω σε αυτή την ιδέα.
Εγώ την κράτησα αυτή τη συμβουλή. Με τσιγκλούσε αυτή η ιδέα. Έκανα μία νουβέλα, η οποία όμως δεν βρήκε το δρόμο προς την έκδοση. Η ανταπόκριση βέβαια στη νουβέλα ήταν θετική και όλοι όσοι τη διάβαζαν μου πρότειναν να κάνω ένα μυθιστόρημα πάνω σε αυτή την ιστορία. Τελικά, μπήκα στη διαδικασία να γράψω το μυθιστόρημα. Τόσο καιρό μπορεί να το ανέβαλα επειδή φοβόμουν τη διαδικασία. Έπρεπε να πάω πολύ πίσω, να διαβάσω μαρτυρίες.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώθηκε το 2008 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών, εδώ στη Ρόδο.
Πρέπει να πω ότι ένας ακόμη από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, ήταν το παράπονο μίας θείας μου, η οποία έλεγε ότι δεν βρέθηκε κανείς να γράψει την ιστορία των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ. Το ίδιο πράγμα άκουσα να το λέει αργότερα ένας κύριος στην Καβάλα στην εκπομπή Αληθινά Σενάρια στην ΕΤ 3. Τότε βέβαια είχα ολοκληρώσει το βιβλίο και αναζητούσα εκδότη. Δυστυχώς όμως μία εποχή το θέμα των γκασταρμπάιτερ δεν ενδιέφερε.
Τι λένε όσοι το έχουν διαβάσει; Βρίσκουν μέσα σε αυτό δικά τους βιώματα;
Όσοι το διάβασαν το βιβλίο, λένε ότι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό. Προφανώς, κατάφερε να πει μία ιστορία, που είναι η ιστορία όλων των γκασταρμπάιτερ. Μία ιστορία που είχε χαρές και είχε λύπες. Όλοι τη δεκαετία του '60 έφυγαν για τον ίδιο λόγο. Η θύμηση είναι, ότι ήταν πάμφτωχοι. Δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Έτσι έλεγαν. Και η δική μου οικογένεια το ίδιο έλεγε και αυτή ήταν άλλωστε η αλήθεια. Πήγαν στο εξωτερικό και χόρτασαν ψωμί και κάτω από δύσκολες συνθήκες μάλιστα.
Αυτό που ξέρω από τη δική μου οικογένεια και μέσα από ιστορίες που έχω ακούσει, είναι ότι κατάφεραν να εγκλιματιστούν στο περιβάλλον που ζούσαν. Σιγά-σιγά με τη δουλειά τους έκαναν κάτι. Έφυγαν από τα χάιμ και πήγαν σε δικά τους σπίτια. Κάποιοι τελικά παρέμειναν και κάποιοι γύρισαν στην πατρίδα.
Όταν πρωτοπαρουσίασα το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη, δέχθηκα τηλεφωνήματα από κόσμο που με ρωτούσε, πώς σκέφτηκα να πραγματευτώ αυτή την ιστορία και ότι τους συγκινούσε. Αυτό δεν το περίμενα. Έγραψα το βιβλίο επειδή ήθελα πρώτα να λυτρωθώ εγώ. Τώρα, όταν ακούω τις αντιδράσεις, λέω ότι άξιζε να ειπωθεί τελικά αυτή η ιστορία.
Σήμερα έχει ξεκινήσει και πάλι ένα μεταναστευτικό κύμα στο εξωτερικό.
Είναι διαφορετική η φυγή σήμερα. Οι Έλληνες τότε έφυγαν από μία χώρα πλήρως κατεστραμμένη ύστερα από ένα πόλεμο. Τότε έφυγε το αγροτικό εργατικό δυναμικό.
Σήμερα φαίνεται να έχουμε φθάσει σε μία οικονομική καταστροφή, ελπίζω βέβαια να μην είναι ακριβώς το ίδιο, όπως τη δεκαετία του ΄60. Αυτή τη φορά δεν φεύγει όμως από τη χώρα το εργατικό δυναμικό. Φεύγουν πάλι οι νέοι όπως τότε, αλλά πρόκειται για το καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο χάνει η χώρα. Αυτό είναι πολύ επώδυνο. ¶ρα έχουμε μετανάστευση κάτω από άλλες συνθήκες, με κυρίαρχο ρόλο τη φτώχεια και πάλι. Το οξύμωρο είναι, ότι φεύγουν πάλι στη Γερμανία. Διάβαζα πρόσφατα, ότι η μετανάστευση τη Γερμανία το 2011 ήταν αυξημένη κατά 29.000 άτομα. Ταρακουνήθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι χρειάσθηκαν μόλις λίγες δεκαετίες για να έχουμε ξανά μετανάστευση.
Έχετε σπουδάσει στην παιδαγωγική ακαδημία. Στο Μόναχο αναζητούν νηπιαγωγούς από την Ελλάδα. Θα πηγαίνατε; Θα μεταναστεύατε σήμερα;
Έχω τελειώσει την παιδαγωγική ακαδημία. Αυτό είναι το κύριο μου επάγγελμα. Μέσα από αυτό ωρίμασα. Ίσως αυτό με βοήθησε να ασχοληθώ με την παιδική λογοτεχνία. Από εκεί ξεκίνησα. Αν ήμουν σε νεαρή ηλικία, την εποχή που πρωτοξεκινούσα, θα πήγαινα χωρίς να το σκεφτώ. Εγώ όμως δεν είμαι το δείγμα. Επειδή είμαι παιδί μεταναστών, μπορώ να προσαρμοστώ οπουδήποτε, αρκεί βέβαια να το θέλω.
Αν δεν μπορούσα να ζήσω στην Ελλάδα, ή να βρω αυτό που θα με ικανοποιούσε ψυχικά, θα την εγκατέλειπα. Νομίζω ότι και ο κάθε νέος αυτό σκέφτεται να κάνει. Αναγκαστικά, όχι επειδή το θέλει. Φεύγοντας αφήνεις πίσω σου μία οικογένεια, χωρίς να ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω οριστικά. Δεν είναι εύκολο αυτό. Εγκαταλείπεις ένα τόπο που επένδυσε πάνω σου, σε μεγάλωσε, τον αγάπησες, απέκτησες μία νοοτροπία την οποία αναγκάζεσαι να αλλάξεις σε ένα ξένο περιβάλλον. Είτε είσαι Έλληνας είτε προέρχεσαι από οποιαδήποτε άλλη χώρα, όταν μεταναστεύεις για δουλειά, πρέπει να αγαπήσεις το περιβάλλον στο οποίο ζεις. Πρέπει να σεβαστείς τη χώρα όπου ζεις για να σε σεβαστεί. Δεν μπορείς να πεις, ήλθα μόνο να πάρω και να φύγω.
Πως ξεκινήσατε να γράφετε;
Έχω κλείσει 15 χρόνια που υπάρχουν βιβλία μου στην αγορά. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Παττάκη. Το έγραψα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Δεν θυμάμαι τη διαδικασία καν. Έγραφα τότε στο χαρτί. Όταν επανήλθα στο εδώ-όταν γράφεις δεν είσαι εδώ, είσαι μέσα στον κόσμο που δημιουργείς-συνειδητοποίησα ότι έχω μία ιστορία. Την είδαν δύο φίλοι οι οποίοι με έσπρωξαν να την εκδώσω. Με έπεισαν τελικά και ήμουν τυχερή επειδή ο Παττάκης και ο Μάνος Κοντολέων που τη διάβασαν, με ξεχώρισαν προφανώς για το κατιτίς.
Υπάρχει όμως ένα ΑΛΛΑ. Με ρώτησαν αν έγραφα ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι σαν παιδί παρατηρούσα καθημερινά τα σύννεφα όταν γύρισα στην Ελλάδα. Τα σύννεφα αλλά ζουν διαρκώς μορφές και εγώ έκανα εκατομμύρια σενάρια καθημερινά. Αυτό το έκανα συστηματικά. Κάποια στιγμή δεν κοίταξα ξανά ψηλά. Η Θεσσαλονίκη με τις ψηλές πολυκατοικίες είναι σκοτεινή. Ίσως τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη τις ιστορίες μου να τις αποτυπώνω στο χαρτί. Τώρα, όπως και πάντα, νιώθω ήρεμη όταν γράφω, Νομίζω ότι μόνο τότε νιώθω ευτυχισμένη.
Θα μπορούσατε στην Ελλάδα να έχετε κύρια ασχολία σας τη συγγραφή βιβλίων;
Ναι σίγουρα θα το ήθελα. Κάποιοι λίγοι ζούσαν και ζούνε στην Ελλάδα από τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αναγνωστικό κοινό. Είμαστε μία μικρή χώρα, ενώ η γλώσσα μας δεν μεταφράζεται, παρόλο που έχουμε αξιόλογα βιβλία λογοτεχνίας, ποίησης κλπ.
Είναι ίσως καλύτερα έτσι. Εγώ νιώθω ότι ασχολούμαι με κάτι επειδή μου αρέσει και όχι επειδή είναι αυτοσκοπός για να ζήσω. Αυτό σου βάζει άλλα βάρη. Έχοντας την άλλη μου δραστηριότητα, νιώθω ένας ελεύθερος καβαλάρης. Θέλω να γράψω, γράφω, δεν θέλω να γράψω, δεν γράφω.
Το «Γκασταραμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή» εκδόθηκε τελικά στην Κύπρο.
Όταν πριν τρία χρόνια προσπάθησα να δείξω τη δουλειά μου στην Ελλάδα, διαπίστωσα ότι υπήρχε ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό κομμάτι. Το θέμα όμως δεν ενδιέφερε τότε. Δεν είχε εμφανιστεί άλλωστε η κρίση και η μετανάστευση, τουλάχιστον όχι τόσο έντονα, όπως τώρα. Αυτό μου δημιούργησε ένα βάρος και μία στενοχώρια. Είχα όμως ανθρώπους οι οποίοι δεν με άφησαν να το αφήσω.
Έκανα κάποια ταξίδια στην Κύπρο για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί γνώρισα τον εκδότη της manus Scripta και του μίλησα για το βιβλίο. Εκείνος μου είπε ότι τον ενδιαφέρει και μου αποκάλυψε ότι ήθελε να κάνει έναν εκδοτικό οίκο. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μας. Πρακτικά ήταν μία δύσκολη διαδικασία, ακόμη και ο συντονισμός. Ήταν ωραίο όμως το ταξίδι και πιστεύω ότι επειδή το βιβλίο πραγματεύεται τις ιστορίες των γκασταρμπάιτερ, έπρεπε τελικά να κάνει το ίδιο το δικό του ταξίδι και να έλθει απέξω. Αυτό σκέφτηκα εξαρχής.
*Η παρουσίαση του βιβλίου πρόκειται να γίνει την Τετάρτη 25 Ιουλίου στις 7.30 το απόγευμα στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.
http://www.facebook.com/groups/453975914612492/
Κυκλοφόρησε το Μυθιστόρημα "Γκασταρμπάιτερ η οδυνηρή φυγή" και από Τρίτη 29/5/2012 σε όλα τα Βιβλιοπωλεία όπως:Ιανός Πρωτοπορία,Ελευθερουδάκης,Σωκράτης Θεσσαλονίκης,Public,αλλά και Αθήνα Ιανός,Public,Βιβλιόφωνο...
ΔΙΑΝΟΜΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΦΩΝΟ:2107600393,AΘΗΝΑ
ΑΠΟΘΗΚΗ ΠΟΥΛΟΥΚΤΣΗ ΑΝΘΗ στη Θεσσαλονίκη 2310237463,
ΓΕΡΜΑΝΙΑτο βιβλίο μπορείτε να το βρείτε: Ilias Takis, Bleichstr. 24 - 90429 Nürnberg. Tel: 0911 - 260338,www.takisilias.de email:info@takisilias.de mfg Ilias
ΚΥΠΡΟΣ στο βιβλιοπωλείο Toy Pals Αλεξάνδρου Υψηλάντου 44,τηλ.0035726600424,info@toypals.com
ΔΙΑΝΟΜΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΦΩΝΟ:2107600393,AΘΗΝΑ
ΑΠΟΘΗΚΗ ΠΟΥΛΟΥΚΤΣΗ ΑΝΘΗ στη Θεσσαλονίκη 2310237463,
ΓΕΡΜΑΝΙΑτο βιβλίο μπορείτε να το βρείτε: Ilias Takis, Bleichstr. 24 - 90429 Nürnberg. Tel: 0911 - 260338,www.takisilias.de email:info@takisilias.de mfg Ilias
ΚΥΠΡΟΣ στο βιβλιοπωλείο Toy Pals Αλεξάνδρου Υψηλάντου 44,τηλ.0035726600424,info@toypals.com
Αληθινή ιστορία.
Συγγραφέας:Έλενα Αρτζανίδου
Εκδόσεις ManusScripta,Κύπρος
Αφιέρωση
Στους μετανάστες γονείς μου, σε όλους τους μετανάστες που μόχθησαν και μοχθούν, στα παιδιά τους που γεννήθηκαν στην ξενιτιά και έπρεπε να διαλέξουν πατρίδα και στα άλλα παιδιά που παρέμειναν πίσω, στη μητέρα πατρίδα, με συγγενείς και την ψυχή τους μόνιμα λαβωμένη.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 και η Αντωνία, χωρίς τον σύντροφό της Χάρη, αλλά με οκτώ ζευγάρια συντοπιτών της ακολουθεί τη μοίρα χιλιάδων Ελλήνων εκείνης της εποχής: Ξεκινά από ένα μικρό χωριό της κεντρικής Μακεδονίας και φτάνει στο Βαλντσάσεν της Γερμανίας, για να δουλέψει ως φιλοξενούμενη εργάτρια σε ένα εργοστάσιο πορσελάνης. Πίσω στην πατρίδα, ο άντρας της, παγιδευμένος λόγω των πολιτικών του φρονημάτων, δίνει τον δικό του αγώνα προκειμένου να βρεθεί κοντά στην αγαπημένη του. Θα τα καταφέρει ή θα τον προλάβει η δικτατορία που θα ’ρθει για να μαραζώσει ακόμα περισσότερο τον βασανισμένο τόπο; Μια ιστορία αγάπης στα χρόνια της μεγάλης φυγής στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Μια αναδρομή στην ελληνική επαρχία του ’60, όπου η φτώχεια εξοντώνει όσο κι ένας πόλεμος, οι πληγές του εμφυλίου παραμένουν ανοιχτές κι ο χωροφύλακας διαφεντεύει τις τύχες των απλών ανθρώπων. Και μαζί, μια μαρτυρία για τη σκληρή ζωή όσων αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς αλλά και για τα δεινά που επιφύλαξε η Χούντα των Συνταγματαρχών σε όσους έμειναν πίσω και της αντιστάθηκαν. Στο φόντο, βεβαιότητες που διαψεύδονται αλλά και όνειρα που εκπληρώνονται, κατακτήσεις που απελευθερώνουν και απώλειες που συντρίβουν. Με υπόκρουση πότε τη φωνή του Καζαντζίδη και πότε τη «φωνή» της Deutsche Welle…
…Αρνούμαι να ξεκολλήσω από πάνω σου. Τα νύχια μου τρυπούν το ταλαιπωρημένο σου σώμα. Ο χτύπος της καρδιάς σου μου δίνει ελπίδα και συνάμα μου θυμίζει μιαν άλλη καρδούλα που δεν κατάφερε να αντέξει. Πονώ, όμως ξέρω πως πρέπει να φύγω, να απομακρυνθώ όσο γίνεται περισσότερο από τη φτώχεια, τη μιζέρια, την απελπισία. Το τελευταίο μας φιλί, και αμέσως μετά σκόνη, κι όλα μένουν πίσω και χάνονται…
Βιογραφικό της συγγραφέως
Η Έλενα Αρτζανίδου γεννήθηκε το 1964 στο Waldsassen της Δ. Γερμανίας και ήταν το πρώτο ελληνόπουλο που ήρθε στη ζωή στο χάιμ της περιοχής. Όπως χιλιάδες άλλα παιδιά ελλήνων μεταναστών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό μεγάλωσε μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας. Πότε με τους γονείς της και πότε με γιαγιάδες και θείες. Στα εννιά της χρόνια, η παραμονή της στην Ελλάδα οριστικοποιήθηκε αρχικά δίπλα σε συγγενείς, στο Μαυρονέρι Κιλκίς. Αργότερα όταν και οι γονείς της επέστρεψαν, έφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου το 1981 τελείωσε το Λύκειο της Αμερικάνικης Γεωργικής Σχολής. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Νηπιαγωγών Καρδίτσας καθώς και του Παιδαγωγικού Τμήματος Νηπιαγωγών του Α.Π.Θ. Σήμερα ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη.
Αρθρογράφησε στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη-Μακεδονία, και στο free press Karfitsa.
Έχει υπογράψει 29 βιβλία στην παιδική λογοτεχνία, ανάμεσά τους τα: Φιλαρέτη και Πάτης, εκδ. Πατάκης, Με λένε Πρόμις, εκδ. Ψυχογιός, Μυστικά και ψέματα, εκδ. Βιβλιόφωνο, καθώς και ένα ενηλίκων Τέλος Φθινοπώρου, εκδ. Ιανός
Gastarbeiter, die schmerzhafte Flucht
Elena Artzanidou
ManusScripta
ManusScripta
Widmung Vorderseite
Für meine Eltern die auswanderten, für alle Emigranten die schwer arbeiteten und arbeiten, deren Kinder ,die im Ausland geboren wurden und sich für eine Heimat entscheiden mussten, für die Kinder die in der Mutter Heimat bei Verwandten zurückbleiben mussten und deren Seelen stets litten.
Rückseite
Anfang der 60er Jahre , folgt Antonia, ohne ihren Partner, aber mit 8 Paaren aus ihrem Ort dem Schicksal tausender Griechen der damaligen Zeit. Ihre Reise beginnt in einem kleinen Dorf in Zentralmakedonien und endet in Waldsassen Deutschland, um dort als Gastarbeiterin in einer Porzellanfabrik zu arbeiten. Ihr Mann bleibt zurück in der Heimat, wo er sich wegen seiner politischen Ansichten „gefangen“ fühlt und seinen Kampf gibt, um in die Nähe seiner Geliebten zu kommen. Wird er es schaffen, oder holt ihn die bevorstehende Diktatur ein, die das gequälte Land noch mehr verblassen wird?
Das Buch handelt von einer Liebesgeschichte in den Jahren der großen Flucht in die Länder Nordeuropas. Ein Rückblick auf die Provinz der 60 er Jahre, wo die Armut wie ein Krieg tötet, die Wunden des Bürgerkriegs offen bleiben und der Polizist, der über das Schicksal der einfachen Menschen herrscht.
Dazu ein Zeugnis für das harte Leben derer, die gezwungen waren dem Weg der Auswanderung zu folgen aber auch für das Leiden derer, die zurückblieben und gegen die Militärdiktatur(hunta) Widerstand leisteten.Im Hintergrund, Gewissheiten die widerlegt werden, aber auch erfüllte Träume , Eroberungen die verwöhnen, aber auch Verluste die vernichten. Mal mit der Begleitung der Stimme von Kazantzidis, mal mit der Stimme der Deutschen Welle.
…Ich weigere mich, von dir loszulassen. Meine Nägel durchstechen deinen geschundenen Körper. Dein Herzklopfen gibt mir Hoffnung und gleichzeitig erinnert es mich an ein anderes kleines Herz, dem nicht standgehalten hat. Es tut weh, aber ich weiß, dass ich gehen muss und mich so weit wie möglich zu entfernen, von der Armut, der Misere, der Verzweiflung. Unser letzter Kuss und gleich danach Staub und alles bleibt zurück und geht verloren…
Biographie des Autors
Elena Artzanidou wurde 1964 in Waldsassen in Deutschland geboren und war das erste griechische Kind, das im Heim der Umgebung zur Welt kam. Wie tausende andere Kinder griechischer Auswanderer wuchs sie zwischen Deutschland und Griechenland auf. Mal mit ihren Eltern, mal mit den Großeltern und Tanten. Als sie neun Jahre alt war, wurde ihr Aufenthalt endgültig in Griechenland festgelegt, anfangs neben Verwandten in Mavroneri Kilkis. Später, als ihre Eltern zurückkamen, ging sie nach Thessaloniki wo sie 1981 das Lyzeum der American Farm School beendete. Sie absolvierte ihr Studium der Kindergartenpädagogik, sowohl an der Aristoteles-Universität in Thessaloniki wie in Karditsa Heute lebt und arbeitet sie in Thessaloniki.
Sie war als Redakteurin sowohl für die Zeitung Thessaloniki-Makedonia als auch für die Free press Karditsa tätig und hat 29 Buecher der Kinderliteratur geschrieben, darunter: Filareti und Patis,vom Verlag Patakis, Mein Name ist Promis,vom Verlag Psihogios, Geheimnisse und Lügen (Mystika kai Psemata), vom Verlag Bibliophono und ein Buch fuer Erwachsene Ende Herbst, vom Verlag Ianos.
Mετάφραση:Βάνα Κώστα
Gastarbeiter,the painful fleeing
Helena Artzanidou
ManusScripta
ManusScripta
Dedicated to my immigrant parents, to all
immigrants who toiled and are still toiling, to their children who were born in
foreign countries and had to choose their homeland and to those children who stayed
behind in their homeland with relatives having their soul also permanently
wounded.
With eight married couples from the same
place, but without her partner Chari, Antonia in early 60s follows the
fate of thousands of Greeks, the fate of Gastarbeiter. She starts from a small
village in Central Macedonia and reaches Waldsassen of West Germany to work as
a guest worker in a porcelain
factory. Back home, her husband, trapped due to his political beliefs, gives
his own battle in order to be close to his loved one. Will he succeed or will
the lurking dictatorship prevent him fading the tortured country even more? A
love story during the big escape to the countries of Northern Europe. A
flashback to the 60s Greek province, where poverty kills like a war, the wounds
of civil war still open and the local policeman who dominates the fortune of common
people. A testimony of the hard life of those who were forced to emigrate, to
the hard times of Junta of the Colonels and of
those who stayed behind and fought. And in the background, certainties
disappointed but dreams fulfilled, conquests that liberate and losses that crush.
At the soundtrack the voice of Kazantzidis and at
times the “voice” of Deutsche Welle………………
I refuse to winkle out of
you. My nails pierce your afflicted body. The beat of your heart gives me hope
but at the same time reminds me of another little heart that failed to endure.
I am in pain, but I know that I should leave, I should go as far as possible away
from poverty, misery, despair. Our last
kiss, and immediately, dust and everything left behind and lost.
Elena Artzanidou was born in 1964 at Waldsassen – West Germany
and was the first Greek child who came to life in the region of Khaimah. Like
thousands Greek immigrant children who were born abroad, she grew up between Germany and Greece – being looked after by
either her grandparents or her aunts and uncles. When she was nine, she was
permanently sent to stay in Greece
with her relatives, at Mavroneri of Kilkis. After her parents’ return to Greece she moved to Thessaloniki
and in 1981 she graduated from the Lyceum of the American Agricultural
School . She is a Nursery
degree holder of the Karditsa Nursery College
as well as of the Pedagogical Nursery Department of Aristotelian University of Thessaloniki . Today she lives and works in Thessaloniki . She occasionally wrote articles
for the Thessaloniki-Macedonia
newspaper and for free press Karfitsa.
Up to now she has signed about 30 children’s’ books and amongst them
are: Filareti and Patis, Patakis
publishers, My name is Promise,
Psichogios publications, Secrets and Lies,
Vivliophono publishers, and an adults’ books, The end of Autumn, Ianos Publishers.
Μετάφραση:Σωτήρης Χριστοδούλου
Μετάφραση:Σωτήρης Χριστοδούλου
Έγραψαν για το "Γκασταρμπάιτερ η οδυνηρή φυγή"Manus Scripta.
Η Niki Eideneier έγραψε για το "Γκασταρμπάιτερ η
οδυνηρή φυγή" στο μηνιαίο περιοδικό ΕΝΕΚΕΝ τεύχος 27ο Ιανουάριος
Φεβρουάριος Μαρτιος 2013
Έλενα Αρτζανίδου,
Γκασταρμπάιτερ – Η οδυνηρή φυγή
Αληθινή ιστορία
Πάφος, Manus Scripta, 2012
Μια πράγματι αληθινή ιστορία. Τόσο που στην αρχή έχεις
κάποιες επιφυλάξεις: Ξανά μανά τα ίδια, δακρύβρεχτα και υπερβολικά, που στους
μη μετανάστες προκαλούν μια σύντομη, πρόσκαιρη συγκίνηση, ενώ στους
μετανάστες της πρώτης γενιάς, αν φτάσει στα χέρια τους, μια δυσφορία – ωχ
αδερφέ, κι εμείς τα ίδια και χειρότερα έχουμε περάσει, ενώ στους απογόνους
τους, ως και στην τέταρτη πια γενιά, σχεδόν μιαν αγανάκτηση: συνεχώς το ίδιο
παραμύθι, έλα βρε γιαγιά, πάνε αυτά τώρα! Χωρίς να έχουν διαπιστώσει πως η
αφηγήτρια ανήκει κι αυτή στους νεότερους, πως η εσωτερική της ανάγκη να μπει
στο ρούχο της μάνας της, της μάνας της ιστορίας, αυτόπτη μάρτυρα και εικονικής
αφηγήτριας σε πρώτο πρόσωπο, από κάπου αλλού προέρχεται και όχι από ό,τι
προκαλεί συνήθως την έμπνευση για μυθιστορήματα καθαρής μυθοπλασίας.
Πράγματι δεν είναι η πρώτη φορά που μετανάστες και
μετανάστριες της πρώτης γενιάς και παρά τις αντιξοότητες, τη διπλή και τριπλή
εργασία που αναγκάζονταν να αναλαμβάνουν στις «φάμπρικες της Γερμανίας» όχι
μόνον για τον επιούσιo...περισσότερα εδώ
Γιώτα Φώτου, Διαβάστε εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/06/blog-post_28.html
Ανδρέας Καρακίτσιος,Διαβάστε εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/07/o.html
Έφη Βαφειάδου,καθηγήτρια του Τμήματος Θεάτρου του ΑΠΘ,έγραψε στο facebook:
Αγαπητή Έλενα,
διάβασα το βιβλίο σου σχεδόν απνευστί: το ξεκίνησα χτες απόγευμα και μόλις τέλειωσα την τελευταία σελίδα. Το γράψιμο και η αλήθεια που περικλείει το καθιστούν εξαιρετικά ελκυστικό ως ανάγνωσμα, μολονότι φέρνει έντονα στο νου μας μνήμες πολύ σκληρότερων εποχών από τη σημερινή. Σ΄ευχαριστώ που το έγραψες!
Γιάννης Κεσσόπουλος δημοσιογράφος,έγραψε στο thinkfree:
Γράφει ο Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος / gkessopoulos@gmail.com
Ο «Γκασταρμπάιτερ» της Έλενας Αρτζανίδου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Manus Scripta, έχει ήδη σκίσει. Γιατί μιλά τη γλώσσα του απλού κόσμου, γιατί είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε και γιατί είναι αληθινό, βγαλμένο από την ψυχή της συγγραφέως της. Έτσι γράφει πάντα η Άρτζαν (τι θυμήθηκε χθες…), από την ψυχή της, και τα παιδικά βιβλία της που είναι πολλά, και τα ενηλίκων. Γέμισε το πατάρι του Ιανού, στην Αριστοτέλους, στην παρουσίαση του καινούριου της βιβλίου. Δίπλα της η συγγραφέας Σοφία Βόικου και ο καθηγητής παιδαγωγικής Ανδρέας Καρακίτσιος. Μπροστά της παιδιά και συγγενείς γκασταρμπάιτερ, αλλά και άνθρωποι που οι ίδιοι βρέθηκαν εργάτες στη Γερμανία στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και του ’60 -ούτως ή άλλως η ιστορία του βιβλίου σταματά στα 1974, στη χρονιά της μεγάλης επιστροφής. Εκεί και η μάνα της. Στο εξώφυλλο του βιβλίου ο πατέρας της.
Ορισμένοι συγκινήθηκαν από το τραγούδι του Καζαντζίδη, με το οποίο άνοιξε η εκδήλωση. Άλλοι με όσα άκουσαν στη διάρκεια της εκδήλωσης. Παρόλο που δεν είχα σχέση με το έπος της μεταπολεμικής μετανάστευσης, άκουγα Καζαντζίδη από μικρός. Εκεί στις Σέρρες, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πριν το ξεκίνημα της ελεύθερης ραδιοφωνίας, σχεδόν όλοι οι πειρατικοί σταθμοί έπαιζαν Στελλάρα. Με συγκινούσε πάντοτε και με συγκινεί ακόμη το συναίσθημα που βγάζει. Αυτό το συναίσθημα (η μοναξιά, ο φόβος, η αγωνία, η νοσταλγία) που συνδέει τον Έλληνα γκασταρμπάιτερ του ’50, με τον Έλληνα μετανάστη του 2012. Και κάνει το βιβλίο της Αρτζανίδου εξαιρετικά επίκαιρο, παρόλο που γράφτηκε 8 χρόνια πριν, πολλά δηλαδή πριν την οικονομική κρίση που στέλνει πάλι τους Έλληνες στα ξένα προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Η Έλενα δεν αναλύει το φαινόμενο...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ:
http://www.thinkfree.gr/opinions/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CF%8C%CF%81%CE%B8%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF
διάβασα το βιβλίο σου σχεδόν απνευστί: το ξεκίνησα χτες απόγευμα και μόλις τέλειωσα την τελευταία σελίδα. Το γράψιμο και η αλήθεια που περικλείει το καθιστούν εξαιρετικά ελκυστικό ως ανάγνωσμα, μολονότι φέρνει έντονα στο νου μας μνήμες πολύ σκληρότερων εποχών από τη σημερινή. Σ΄ευχαριστώ που το έγραψες!
Γιάννης Κεσσόπουλος δημοσιογράφος,έγραψε στο thinkfree:
Γράφει ο Γιάννης Θ. Κεσσόπουλος / gkessopoulos@gmail.com
Ο «Γκασταρμπάιτερ» της Έλενας Αρτζανίδου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Manus Scripta, έχει ήδη σκίσει. Γιατί μιλά τη γλώσσα του απλού κόσμου, γιατί είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε και γιατί είναι αληθινό, βγαλμένο από την ψυχή της συγγραφέως της. Έτσι γράφει πάντα η Άρτζαν (τι θυμήθηκε χθες…), από την ψυχή της, και τα παιδικά βιβλία της που είναι πολλά, και τα ενηλίκων. Γέμισε το πατάρι του Ιανού, στην Αριστοτέλους, στην παρουσίαση του καινούριου της βιβλίου. Δίπλα της η συγγραφέας Σοφία Βόικου και ο καθηγητής παιδαγωγικής Ανδρέας Καρακίτσιος. Μπροστά της παιδιά και συγγενείς γκασταρμπάιτερ, αλλά και άνθρωποι που οι ίδιοι βρέθηκαν εργάτες στη Γερμανία στα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50 και του ’60 -ούτως ή άλλως η ιστορία του βιβλίου σταματά στα 1974, στη χρονιά της μεγάλης επιστροφής. Εκεί και η μάνα της. Στο εξώφυλλο του βιβλίου ο πατέρας της.
Ορισμένοι συγκινήθηκαν από το τραγούδι του Καζαντζίδη, με το οποίο άνοιξε η εκδήλωση. Άλλοι με όσα άκουσαν στη διάρκεια της εκδήλωσης. Παρόλο που δεν είχα σχέση με το έπος της μεταπολεμικής μετανάστευσης, άκουγα Καζαντζίδη από μικρός. Εκεί στις Σέρρες, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, πριν το ξεκίνημα της ελεύθερης ραδιοφωνίας, σχεδόν όλοι οι πειρατικοί σταθμοί έπαιζαν Στελλάρα. Με συγκινούσε πάντοτε και με συγκινεί ακόμη το συναίσθημα που βγάζει. Αυτό το συναίσθημα (η μοναξιά, ο φόβος, η αγωνία, η νοσταλγία) που συνδέει τον Έλληνα γκασταρμπάιτερ του ’50, με τον Έλληνα μετανάστη του 2012. Και κάνει το βιβλίο της Αρτζανίδου εξαιρετικά επίκαιρο, παρόλο που γράφτηκε 8 χρόνια πριν, πολλά δηλαδή πριν την οικονομική κρίση που στέλνει πάλι τους Έλληνες στα ξένα προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής.
Η Έλενα δεν αναλύει το φαινόμενο...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ:
http://www.thinkfree.gr/opinions/%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%B8%CE%AE%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CF%8C%CF%81%CE%B8%CE%B9%CE%BF%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B5-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF
Η Λίτσα Χαραλάμπους, έγραψε για το βιβλίο:
Την λέξη «γκασταρμπάιτερ» την άκουσα για πρώτη φορά πριν μερικά χρόνια παρακολουθώντας μια εκπομπή της ΕΤ 3 αφιερωμένη στον απόδημο ελληνισμό. Ανέτρεξα σε πηγές για να πληροφορηθώ ότι «γκασταρμπάιτερ» λέγονται οι προσκεκλημένοι- φιλοξενούμενοι εργάτες. Αυτοί που έφυγαν από την Ελλάδα στο πλαίσιο της «Σύμβασης Περί Επιλογής και Τοποθετήσεως ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις» που υπεγράφη στις 30 Μαρτίου του 1960. Έτσι αυτοί οι γκασταρμπάιτερ έφυγαν επισήμως να δουλέψουν στην τότε Δυτική Γερμανία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, χυτήρια, εργοστάσια πορσελάνης και φαρμάκων. Δηλαδή στη βαριά βιομηχανία. Η συμφωνία αυτή κράτησε για δεκαπέντε κυρίως χρόνια, μέχρι το 1975. Αυτό ήταν το ξεκίνημα της πιο έντονης μετανάστευσης των Ελλήνων, που βιώθηκε όσο καμία άλλη. Η Ελλάδα δεν μπορούσε να θρέψει τα παιδιά της.
Έτσι, η υπογραφή της Ελληνογερμανικής Σύμβασης, αποτέλεσε μία «μεγάλη ευκαιρία» για χιλιάδες Έλληνες. Τότε, το
90% των Ελλήνων από τη Βόρειο Ελλάδα έφευγε για να δουλέψει στις
φάμπρικες της Γερμανίας. Έπαιρνε το δρόμο της ξενιτιάς κυνηγώντας το
όνειρο μιας καλύτερης ζωής...
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/09/blog-post.html
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/09/blog-post.html
Έγραψε ο Μάνος Κοντολέων,συγγραφέας, στο diastixo:
Γκασταρμπαίτερ η οδυνηρή φυγή
Έλενα Αρτζανίδου,Manus Scripta
του Μάνου Κοντολέων
Εκπαιδευτικός
η Έλενα Αρτζανίδου, με μια αξιόλογη πορεία στο χώρο της παιδικής
λογοτεχνίας, δείχνει πως την ενδιαφέρει πλατύτερα η συγγραφή και η όποια
παρέμβαση μπορεί μέσω της λογοτεχνίας να υλοποιηθεί, κι έτσι με το
βιβλίο της αυτό –δεύτερο στον τομέα της λογοτεχνίας ενηλίκων– έρχεται να
αποδείξει πως πίσω από το κάθε λογοτεχνικό πόνημα υπάρχει πάντα μια
ιδεολογική –και γι’ αυτό εντέλει και πολιτική– θέση.
Μοιάζει
κάπως ετεροχρονισμένη η διάθεση ενός συγγραφέα του σήμερα να γράψει για
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν πριν από 50
περίπου χρόνια. Αναρωτιέται ο σημερινός αναγνώστης τι άραγε θα τον
ενδιέφερε να αναζητήσει στην ιστορία κάποιων ανθρώπων της ελληνικής
επαρχίας του 1960, που η φτώχεια και τα πολιτικά πάθη τούς οδήγησαν στο
να μεταναστεύσουν. Σήμερα που τα χωριά σε τίποτε δε μοιάζουν με αυτό που
κάποτε ήταν, που ο χωροφύλακας δεν κρατά στα χέρια του την τύχη κάθε
απλού πολίτη που τυχαίνει να έχει διαφορετικά πολιτικά πιστεύω, σήμερα
που η ανεργία έχει μπει σχεδόν σε κάθε αστική οικογένεια, γιατί θα
πρέπει να διαβάζουμε τα πάθη και τις αγωνίες τεσσάρων-πέντε ανθρώπων:
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ:http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/09/diastixo.html
Γκασταρμπάιτερ,
η οδυνηρή φυγή, της Έλενας Αρτζανίδου
Γκασταρμπάιτερ... Η λέξη ηχεί βαριά στις αισθήσεις μας. Μας τυλίγει μέσα στην ψύχρα της αναγκάζοντάς μας να φέρουμε στο νου μας δυσάρεστα αισθήματα και εικόνες ανθρώπων που χωρίζουν, παιδιών που βλέπουν το τρένο με τους γονείς να ξεμακραίνει και εκείνα πιασμένα απ’ το χέρι της γιαγιάς να προσπαθούν να κρατηθούν και να τραφούν από μια μνήμη τρυφερότητας ξενιτεμένη, δεμάτων με αγάπη, χρήματα και πράγματα που προσπαθούν να αντισταθμίσουν την εξ αποστάσεως αγάπη των ξεριζωμένων...
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ: http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/10/25102012.html
Η Χρυσάνθη Τσιαμπαλή-Κελεπούρη, συγγραφέας,έγραψε;
Το Γκασταρμπάιτερ είναι
η αληθινή ιστορία, πολλών διαφορετικών ανθρώπων, που χάρη στην
ικανότητά της, η Έλενα Αρτζανίδου μας τη διηγείται όπως ακριβώς της
ταιριάζει: με τρόπο λιτό, ανεπιτήδευτο μα γλαφυρό.
Άνθρωποι
που χωρίζουν από τους αγαπημένους τους, άλλοι πρόσκαιρα και άλλοι
οριστικά και αμετάκλητα, σε μια Ελλάδα που δεν μπορεί να παράσχει ούτε
τα απαραίτητα στους Έλληνες. Ζωές που κυλούν «αναμένοντας», χρόνια που
περνούν «προσδοκώντας» σε μια ιστορική περίοδο που η ανθρώπινη ύπαρξη
έχει μηδαμινή αξία.
Οι
ήρωες για το σημερινό αναγνώστη, μοιάζουν να ξεπηδούν από μια μακρινή,
σχεδόν άγνωστη εποχή. Αν το βιβλίο μάλιστα εκδίδονταν τη δεκαετία του
90΄θα φάνταζε σαν μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Γιατί ποιος
αλήθεια θα μπορούσε να πιστέψει πως οι καλοζωιστές και υπερκαταναλωτικοί
Έλληνες των δεκαετιών 90΄- 00΄, είχαν βιώσει τη φτώχια με τον πιο
σκληρό και ανελέητο τρόπο λίγες δεκαετίες πριν;...
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ:
Έγραψε ο Όμηρος Ταχματζίδης (Δημοσιογράφος) στο ηλεκτρονικό έντυπο kilkis24
Η
μετανάστευση υπήρξε «πληγή» και «ευλογία» για πολλές περιοχές του
βορειοελλαδικού χώρου. Ανάμεσά τους και ο νομός Κιλκίς. Βασικές χώρες
προορισμού του μεταναστευτικού ρεύματος ήταν η Γερμανία και η Σουηδία. Η
μαζική μετανάστευση ήταν από τη μια πλευρά λυτρωτική, μια απομάκρυνση
από τη φτώχεια και την ανέχεια, από την άλλη «καταστροφική», μια βίαιη
ρωγμή στις ανθρώπινες σχέσεις και στη ζωή των ανθρώπων των σχετικά
κλειστών τοπικών κοινωνιών. Η φυγή υπήρξε για αυτό οδυνηρή.Το
δεύτερο σκέλος του τίτλου του βιβλίου της Κιλκισιώτισσας -από το
Μαυρονέρι- Έλενας Αρτζανίδου υποδηλώνει τούτη την αποσιωπημένη πτυχή του
μεταναστευτικού ρεύματος προς τη Βόρεια Ευρώπη: «Η οδυνηρή φυγή».
Διαβάστε όλο το κείμενο εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/2012/10/kilkis24.htmlΣυνεντεύξεις
Συνέντευξη εφημερίδα Δράση Ρόδου.
Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΛΕΝΑ ΑΡΤΖΑΝΙΔΟΥ
ΜΙΛΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΞΕΡΙΖΩΜΟ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Από τους γκασταρμπάιτερ στο νέο κύμα μετανάστευσης
ΜΙΛΑ ΣΤΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΞΕΡΙΖΩΜΟ» ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Από τους γκασταρμπάιτερ στο νέο κύμα μετανάστευσης
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΡΤΖΩΝΗΣ
Η Έλενα Αρτζανίδου, παιδί μεταναστών στη Γερμανία καταγράφει στο βιβλίο της «Γκασταρμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή», τις ιστορίες των ξενιτεμένων Ελλήνων. Ιστορίες με πίκρα, πόνο, αλλά και πολλές ευχάριστες στιγμές, που περίμεναν να ειπωθούν. Αυτοί οι Έλληνες που τη δεκαετία του '60 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, κουβαλούν πάντα μέσα τους τα βιώματά τους, τα οποία η Έλενα Αρτζανίδου αποτυπώνει στο χαρτί.
Γκασταρμπάιτερ, προερχόμενοι από τη Μακεδονία οι ήρωες του βιβλίου, οκτώ ζευγάρια και η Αντωνία φτάνουν το 1964 στο Βαλντσάσεν με σκοπό να δουλέψουν σε εργοστάσιο πορσελάνης. Με τρένο ως τον Πειραιά και μετά με ένα σαπιοκάραβο, το Κολοκοτρώνης ως το Πρίντεζι κι από εκεί με αμαξοστοιχία πάλι ως τη Γερμανία. Εγκαθίστανται σε «χάιμ» σπίτια με πολλά δωμάτια, (ένα για κάθε ζευγάρι) κουζίνα και μπάνιο κοινό που βρίσκονταν κοντά στο χώρο εργασίας.
Πίσω στην πατρίδα μένει εγκλωβισμένος ο Χάρης, σύζυγος της Αντωνίας περιμένοντας να πάρει το πολυπόθητο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων ώστε να εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης για τη Γερμανία όπου θα συναντήσει τη γυναίκα του. Κύριοι ήρωες του βιβλίου η Αντωνία και ο Χάρης. Γύρω τους η Λένα με τον Λευτέρη, η Ελευθερία με τον Αρίστο, ο Φίλιππος και άλλοι μετανάστες, οι γονείς και συγγενείς του ζευγαριού. Μια κοινωνία που ως χθες φάνταζε εξωπραγματική, μια κοινωνία που κινείται μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια αλλά ονειρεύεται και ελπίζει κάτω από τους ήχους των τραγουδιών του Καζαντζίδη.
Σήμερα η Ελλάδα ετοιμάζεται για μια νέα μετανάστευση, ίσως με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά με τον ίδιο σκοπό. Την καλυτέρευση της ζωής των νέων ανθρώπων. Για το λόγο αυτό το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου γίνεται κατά έναν περίεργο τρόπο επίκαιρο, αφού η ιστορία κάνει κύκλους και επανέρχεται πολλές φορές φέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένους εφιάλτες.
Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία στη Γερμανία;
Θυμάμαι πολύ καλά το σπίτι όπου ζούσαμε. Ήταν ένα δίπατο πέτρινο με μία εσωτερική αυλή. Πάνω έμεναν οι κουμπάροι μας με τα παιδιά τους και κάτω εμείς. Ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι.
Θυμάμαι πολύ καλά το σχολείο μου. Πήγαινα στο σχολείο με το λεωφορείο στη διπλανή πόλη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ξυπνάω πολύ πρωί. Πήγαινα και στο ελληνικό σχολείο, το οποίο δεν ήταν οργανωμένο, όπως μετά το 1981. Μάθαινα ανάγνωση και γραφή. Τα υπόλοιπα τα μάθαινα από τον μπαμπά μου στο σπίτι. Το γερμανικό σχολείο το εγκατέλειψα. Δεν μπόρεσα να ενταχθώ.
Θυμάμαι πολύ καλά τα υπέροχα καταπράσινα πάρκα. Τους περιπάτους μας. Θυμάμαι τα γλέντια της οικογένειας με τους συγγενείς και τους υπόλοιπους Έλληνες. Γλεντούσαν πολύ, ακούγοντας τον Καζαντζίδη και πίνοντας τσίπουρο και στο τέλος κλαίγανε. Εγώ σαν παιδί δεν το καταλάβαινα τότε αυτό. Στο τέλος το κατάλαβα φυσικά. Κατάλαβα τον πόνο που ένιωθαν μέσα τους.
Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Πώς αποφασίσατε να το γράψετε;
Όλα αυτά τα βιώματα τα κουβαλούσα πάντα μέσα μου. Κάποια εποχή αρθρογραφούσα στη Μακεδονία της Θεσσαλονίκης. Είχα μία στήλη κάθε Δευτέρα στην οποία έγραφα ό,τι μου έκανε εντύπωση, ό,τι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή έγραψα ένα κείμενο 600 λέξεων με κεντρική ιδέα τη μετανάστευση. Αυτό το κείμενο το είχε δει τότε ο αρχισυντάκτης και φίλος μου ο Γιάννης Κεσόπουλος και μου είπε ότι ήταν εξαιρετικό. Μου πρότεινε να δουλέψω πάνω σε αυτή την ιδέα.
Εγώ την κράτησα αυτή τη συμβουλή. Με τσιγκλούσε αυτή η ιδέα. Έκανα μία νουβέλα, η οποία όμως δεν βρήκε το δρόμο προς την έκδοση. Η ανταπόκριση βέβαια στη νουβέλα ήταν θετική και όλοι όσοι τη διάβαζαν μου πρότειναν να κάνω ένα μυθιστόρημα πάνω σε αυτή την ιστορία. Τελικά, μπήκα στη διαδικασία να γράψω το μυθιστόρημα. Τόσο καιρό μπορεί να το ανέβαλα επειδή φοβόμουν τη διαδικασία. Έπρεπε να πάω πολύ πίσω, να διαβάσω μαρτυρίες.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώθηκε το 2008 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών, εδώ στη Ρόδο.
Πρέπει να πω ότι ένας ακόμη από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, ήταν το παράπονο μίας θείας μου, η οποία έλεγε ότι δεν βρέθηκε κανείς να γράψει την ιστορία των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ. Το ίδιο πράγμα άκουσα να το λέει αργότερα ένας κύριος στην Καβάλα στην εκπομπή Αληθινά Σενάρια στην ΕΤ 3. Τότε βέβαια είχα ολοκληρώσει το βιβλίο και αναζητούσα εκδότη. Δυστυχώς όμως μία εποχή το θέμα των γκασταρμπάιτερ δεν ενδιέφερε.
Τι λένε όσοι το έχουν διαβάσει; Βρίσκουν μέσα σε αυτό δικά τους βιώματα;
Όσοι το διάβασαν το βιβλίο, λένε ότι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό. Προφανώς, κατάφερε να πει μία ιστορία, που είναι η ιστορία όλων των γκασταρμπάιτερ. Μία ιστορία που είχε χαρές και είχε λύπες. Όλοι τη δεκαετία του '60 έφυγαν για τον ίδιο λόγο. Η θύμηση είναι, ότι ήταν πάμφτωχοι. Δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Έτσι έλεγαν. Και η δική μου οικογένεια το ίδιο έλεγε και αυτή ήταν άλλωστε η αλήθεια. Πήγαν στο εξωτερικό και χόρτασαν ψωμί και κάτω από δύσκολες συνθήκες μάλιστα.
Αυτό που ξέρω από τη δική μου οικογένεια και μέσα από ιστορίες που έχω ακούσει, είναι ότι κατάφεραν να εγκλιματιστούν στο περιβάλλον που ζούσαν. Σιγά-σιγά με τη δουλειά τους έκαναν κάτι. Έφυγαν από τα χάιμ και πήγαν σε δικά τους σπίτια. Κάποιοι τελικά παρέμειναν και κάποιοι γύρισαν στην πατρίδα.
Όταν πρωτοπαρουσίασα το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη, δέχθηκα τηλεφωνήματα από κόσμο που με ρωτούσε, πώς σκέφτηκα να πραγματευτώ αυτή την ιστορία και ότι τους συγκινούσε. Αυτό δεν το περίμενα. Έγραψα το βιβλίο επειδή ήθελα πρώτα να λυτρωθώ εγώ. Τώρα, όταν ακούω τις αντιδράσεις, λέω ότι άξιζε να ειπωθεί τελικά αυτή η ιστορία.
Σήμερα έχει ξεκινήσει και πάλι ένα μεταναστευτικό κύμα στο εξωτερικό.
Είναι διαφορετική η φυγή σήμερα. Οι Έλληνες τότε έφυγαν από μία χώρα πλήρως κατεστραμμένη ύστερα από ένα πόλεμο. Τότε έφυγε το αγροτικό εργατικό δυναμικό.
Σήμερα φαίνεται να έχουμε φθάσει σε μία οικονομική καταστροφή, ελπίζω βέβαια να μην είναι ακριβώς το ίδιο, όπως τη δεκαετία του ΄60. Αυτή τη φορά δεν φεύγει όμως από τη χώρα το εργατικό δυναμικό. Φεύγουν πάλι οι νέοι όπως τότε, αλλά πρόκειται για το καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο χάνει η χώρα. Αυτό είναι πολύ επώδυνο. ¶ρα έχουμε μετανάστευση κάτω από άλλες συνθήκες, με κυρίαρχο ρόλο τη φτώχεια και πάλι. Το οξύμωρο είναι, ότι φεύγουν πάλι στη Γερμανία. Διάβαζα πρόσφατα, ότι η μετανάστευση τη Γερμανία το 2011 ήταν αυξημένη κατά 29.000 άτομα. Ταρακουνήθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι χρειάσθηκαν μόλις λίγες δεκαετίες για να έχουμε ξανά μετανάστευση.
Έχετε σπουδάσει στην παιδαγωγική ακαδημία. Στο Μόναχο αναζητούν νηπιαγωγούς από την Ελλάδα. Θα πηγαίνατε; Θα μεταναστεύατε σήμερα;
Έχω τελειώσει την παιδαγωγική ακαδημία. Αυτό είναι το κύριο μου επάγγελμα. Μέσα από αυτό ωρίμασα. Ίσως αυτό με βοήθησε να ασχοληθώ με την παιδική λογοτεχνία. Από εκεί ξεκίνησα. Αν ήμουν σε νεαρή ηλικία, την εποχή που πρωτοξεκινούσα, θα πήγαινα χωρίς να το σκεφτώ. Εγώ όμως δεν είμαι το δείγμα. Επειδή είμαι παιδί μεταναστών, μπορώ να προσαρμοστώ οπουδήποτε, αρκεί βέβαια να το θέλω.
Αν δεν μπορούσα να ζήσω στην Ελλάδα, ή να βρω αυτό που θα με ικανοποιούσε ψυχικά, θα την εγκατέλειπα. Νομίζω ότι και ο κάθε νέος αυτό σκέφτεται να κάνει. Αναγκαστικά, όχι επειδή το θέλει. Φεύγοντας αφήνεις πίσω σου μία οικογένεια, χωρίς να ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω οριστικά. Δεν είναι εύκολο αυτό. Εγκαταλείπεις ένα τόπο που επένδυσε πάνω σου, σε μεγάλωσε, τον αγάπησες, απέκτησες μία νοοτροπία την οποία αναγκάζεσαι να αλλάξεις σε ένα ξένο περιβάλλον. Είτε είσαι Έλληνας είτε προέρχεσαι από οποιαδήποτε άλλη χώρα, όταν μεταναστεύεις για δουλειά, πρέπει να αγαπήσεις το περιβάλλον στο οποίο ζεις. Πρέπει να σεβαστείς τη χώρα όπου ζεις για να σε σεβαστεί. Δεν μπορείς να πεις, ήλθα μόνο να πάρω και να φύγω.
Πως ξεκινήσατε να γράφετε;
Έχω κλείσει 15 χρόνια που υπάρχουν βιβλία μου στην αγορά. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Παττάκη. Το έγραψα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Δεν θυμάμαι τη διαδικασία καν. Έγραφα τότε στο χαρτί. Όταν επανήλθα στο εδώ-όταν γράφεις δεν είσαι εδώ, είσαι μέσα στον κόσμο που δημιουργείς-συνειδητοποίησα ότι έχω μία ιστορία. Την είδαν δύο φίλοι οι οποίοι με έσπρωξαν να την εκδώσω. Με έπεισαν τελικά και ήμουν τυχερή επειδή ο Παττάκης και ο Μάνος Κοντολέων που τη διάβασαν, με ξεχώρισαν προφανώς για το κατιτίς.
Υπάρχει όμως ένα ΑΛΛΑ. Με ρώτησαν αν έγραφα ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι σαν παιδί παρατηρούσα καθημερινά τα σύννεφα όταν γύρισα στην Ελλάδα. Τα σύννεφα αλλά ζουν διαρκώς μορφές και εγώ έκανα εκατομμύρια σενάρια καθημερινά. Αυτό το έκανα συστηματικά. Κάποια στιγμή δεν κοίταξα ξανά ψηλά. Η Θεσσαλονίκη με τις ψηλές πολυκατοικίες είναι σκοτεινή. Ίσως τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη τις ιστορίες μου να τις αποτυπώνω στο χαρτί. Τώρα, όπως και πάντα, νιώθω ήρεμη όταν γράφω, Νομίζω ότι μόνο τότε νιώθω ευτυχισμένη.
Θα μπορούσατε στην Ελλάδα να έχετε κύρια ασχολία σας τη συγγραφή βιβλίων;
Ναι σίγουρα θα το ήθελα. Κάποιοι λίγοι ζούσαν και ζούνε στην Ελλάδα από τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αναγνωστικό κοινό. Είμαστε μία μικρή χώρα, ενώ η γλώσσα μας δεν μεταφράζεται, παρόλο που έχουμε αξιόλογα βιβλία λογοτεχνίας, ποίησης κλπ.
Είναι ίσως καλύτερα έτσι. Εγώ νιώθω ότι ασχολούμαι με κάτι επειδή μου αρέσει και όχι επειδή είναι αυτοσκοπός για να ζήσω. Αυτό σου βάζει άλλα βάρη. Έχοντας την άλλη μου δραστηριότητα, νιώθω ένας ελεύθερος καβαλάρης. Θέλω να γράψω, γράφω, δεν θέλω να γράψω, δεν γράφω.
Το «Γκασταραμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή» εκδόθηκε τελικά στην Κύπρο.
Όταν πριν τρία χρόνια προσπάθησα να δείξω τη δουλειά μου στην Ελλάδα, διαπίστωσα ότι υπήρχε ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό κομμάτι. Το θέμα όμως δεν ενδιέφερε τότε. Δεν είχε εμφανιστεί άλλωστε η κρίση και η μετανάστευση, τουλάχιστον όχι τόσο έντονα, όπως τώρα. Αυτό μου δημιούργησε ένα βάρος και μία στενοχώρια. Είχα όμως ανθρώπους οι οποίοι δεν με άφησαν να το αφήσω.
Έκανα κάποια ταξίδια στην Κύπρο για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί γνώρισα τον εκδότη της manus Scripta και του μίλησα για το βιβλίο. Εκείνος μου είπε ότι τον ενδιαφέρει και μου αποκάλυψε ότι ήθελε να κάνει έναν εκδοτικό οίκο. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μας. Πρακτικά ήταν μία δύσκολη διαδικασία, ακόμη και ο συντονισμός. Ήταν ωραίο όμως το ταξίδι και πιστεύω ότι επειδή το βιβλίο πραγματεύεται τις ιστορίες των γκασταρμπάιτερ, έπρεπε τελικά να κάνει το ίδιο το δικό του ταξίδι και να έλθει απέξω. Αυτό σκέφτηκα εξαρχής.
*Η παρουσίαση του βιβλίου πρόκειται να γίνει την Τετάρτη 25 Ιουλίου στις 7.30 το απόγευμα στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.
Συνέντευξη στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ-ΚΥΠΡΟΣ και στη Χρύστα Ντζάνη
Το μεγάλο ταξίδι του «Γκασταρμπάιτερ»
Γράφει η Χρύστα Ντζάνη | Φωτογραφία Ελένη Παπαδοπούλου
Γράφει η Χρύστα Ντζάνη | Φωτογραφία Ελένη Παπαδοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου