Η Έλενα Αρτζανίδου, παιδί μεταναστών στη Γερμανία καταγράφει στο βιβλίο της «Γκασταρμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή», τις ιστορίες των ξενιτεμένων Ελλήνων. Ιστορίες με πίκρα, πόνο, αλλά και πολλές ευχάριστες στιγμές, που περίμεναν να ειπωθούν. Αυτοί οι Έλληνες που τη δεκαετία του '60 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα και να αναζητήσουν την τύχη τους στο εξωτερικό, κουβαλούν πάντα μέσα τους τα βιώματά τους, τα οποία η Έλενα Αρτζανίδου αποτυπώνει στο χαρτί.
Γκασταρμπάιτερ, προερχόμενοι από τη Μακεδονία οι ήρωες του βιβλίου, οκτώ ζευγάρια και η Αντωνία φτάνουν το 1964 στο Βαλντσάσεν με σκοπό να δουλέψουν σε εργοστάσιο πορσελάνης. Με τρένο ως τον Πειραιά και μετά με ένα σαπιοκάραβο, το Κολοκοτρώνης ως το Πρίντεζι κι από εκεί με αμαξοστοιχία πάλι ως τη Γερμανία.  Εγκαθίστανται σε «χάιμ» σπίτια με πολλά δωμάτια, (ένα για κάθε ζευγάρι) κουζίνα και μπάνιο κοινό που βρίσκονταν κοντά στο χώρο εργασίας.
Πίσω στην πατρίδα μένει εγκλωβισμένος ο Χάρης, σύζυγος της Αντωνίας περιμένοντας να πάρει το πολυπόθητο χαρτί κοινωνικών φρονημάτων ώστε να εξασφαλίσει την άδεια αναχώρησης για τη Γερμανία όπου θα συναντήσει τη γυναίκα του. Κύριοι ήρωες του βιβλίου η Αντωνία και ο Χάρης. Γύρω τους η Λένα με τον Λευτέρη, η Ελευθερία με τον Αρίστο, ο Φίλιππος και άλλοι μετανάστες, οι γονείς και συγγενείς του ζευγαριού. Μια κοινωνία που ως χθες φάνταζε εξωπραγματική, μια κοινωνία που κινείται μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια αλλά ονειρεύεται και ελπίζει κάτω από τους ήχους των τραγουδιών του Καζαντζίδη.
Σήμερα η Ελλάδα ετοιμάζεται για μια νέα μετανάστευση, ίσως με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά με τον ίδιο σκοπό. Την καλυτέρευση της ζωής των νέων ανθρώπων. Για το λόγο αυτό το βιβλίο της Έλενας Αρτζανίδου γίνεται κατά έναν περίεργο τρόπο επίκαιρο, αφού η ιστορία κάνει κύκλους και επανέρχεται πολλές φορές φέρνοντας στο προσκήνιο ξεχασμένους εφιάλτες.

Τι θυμάστε από την παιδική σας ηλικία στη Γερμανία;
Θυμάμαι πολύ καλά το σπίτι όπου ζούσαμε. Ήταν ένα δίπατο πέτρινο με μία εσωτερική αυλή. Πάνω έμεναν οι κουμπάροι μας με τα παιδιά τους και κάτω εμείς. Ήταν ένα πολύ ωραίο σπίτι.
Θυμάμαι πολύ καλά το σχολείο μου. Πήγαινα στο σχολείο με το λεωφορείο στη διπλανή πόλη, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να ξυπνάω πολύ πρωί. Πήγαινα και στο ελληνικό σχολείο, το οποίο δεν ήταν οργανωμένο, όπως μετά το 1981. Μάθαινα ανάγνωση και γραφή. Τα υπόλοιπα τα μάθαινα από τον μπαμπά μου στο σπίτι. Το γερμανικό σχολείο το εγκατέλειψα. Δεν μπόρεσα να ενταχθώ.
Θυμάμαι πολύ καλά τα υπέροχα καταπράσινα πάρκα. Τους περιπάτους μας. Θυμάμαι τα γλέντια της οικογένειας με τους συγγενείς και τους υπόλοιπους Έλληνες. Γλεντούσαν πολύ, ακούγοντας τον Καζαντζίδη και πίνοντας τσίπουρο και στο τέλος κλαίγανε. Εγώ σαν παιδί δεν το καταλάβαινα τότε αυτό. Στο τέλος το κατάλαβα φυσικά. Κατάλαβα τον πόνο που ένιωθαν μέσα τους.

Πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο; Πώς αποφασίσατε να το γράψετε;
Όλα αυτά τα βιώματα τα κουβαλούσα πάντα μέσα μου. Κάποια εποχή αρθρογραφούσα στη Μακεδονία της Θεσσαλονίκης. Είχα μία στήλη κάθε Δευτέρα στην οποία έγραφα ό,τι μου έκανε εντύπωση, ό,τι σκεφτόμουν. Κάποια στιγμή έγραψα ένα κείμενο 600 λέξεων με κεντρική ιδέα τη μετανάστευση. Αυτό το κείμενο το είχε δει τότε ο αρχισυντάκτης και φίλος μου ο Γιάννης Κεσόπουλος και μου είπε ότι ήταν εξαιρετικό. Μου πρότεινε να δουλέψω πάνω σε αυτή την ιδέα.
Εγώ την κράτησα αυτή τη συμβουλή. Με τσιγκλούσε αυτή η ιδέα. Έκανα μία νουβέλα, η οποία όμως δεν βρήκε το δρόμο προς την έκδοση. Η ανταπόκριση βέβαια στη νουβέλα ήταν θετική και όλοι όσοι τη διάβαζαν μου πρότειναν να κάνω ένα μυθιστόρημα πάνω σε αυτή την ιστορία. Τελικά, μπήκα στη διαδικασία να γράψω το μυθιστόρημα. Τόσο καιρό μπορεί να το ανέβαλα επειδή φοβόμουν τη διαδικασία. Έπρεπε να πάω πολύ πίσω, να διαβάσω μαρτυρίες.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη και ολοκληρώθηκε το 2008 στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών, εδώ στη Ρόδο.
Πρέπει να πω ότι ένας ακόμη από τους λόγους που αποφάσισα να γράψω αυτό το βιβλίο, ήταν το παράπονο μίας θείας μου, η οποία έλεγε ότι δεν βρέθηκε κανείς να γράψει την ιστορία των Ελλήνων γκασταρμπάιτερ. Το ίδιο πράγμα άκουσα να το λέει αργότερα ένας κύριος στην Καβάλα στην εκπομπή Αληθινά Σενάρια στην ΕΤ 3. Τότε βέβαια είχα ολοκληρώσει το βιβλίο και αναζητούσα εκδότη. Δυστυχώς όμως μία εποχή το θέμα των γκασταρμπάιτερ δεν ενδιέφερε.

Τι λένε όσοι το έχουν διαβάσει; Βρίσκουν μέσα σε αυτό δικά τους βιώματα;
Όσοι το διάβασαν το βιβλίο, λένε ότι βρίσκουν τον εαυτό τους μέσα σε αυτό. Προφανώς, κατάφερε να πει μία ιστορία, που είναι η ιστορία όλων των γκασταρμπάιτερ. Μία ιστορία που είχε χαρές και είχε λύπες. Όλοι τη δεκαετία του '60 έφυγαν για τον ίδιο λόγο. Η θύμηση είναι, ότι ήταν πάμφτωχοι. Δεν είχαν στον ήλιο μοίρα. Έτσι έλεγαν. Και η δική μου οικογένεια το ίδιο έλεγε και αυτή ήταν άλλωστε η αλήθεια. Πήγαν στο εξωτερικό και χόρτασαν ψωμί και κάτω από δύσκολες συνθήκες μάλιστα.
Αυτό που ξέρω από τη δική μου οικογένεια και μέσα από ιστορίες που έχω ακούσει, είναι ότι κατάφεραν να εγκλιματιστούν στο περιβάλλον που ζούσαν. Σιγά-σιγά με τη δουλειά τους έκαναν κάτι. Έφυγαν από τα χάιμ και πήγαν σε δικά τους σπίτια. Κάποιοι τελικά παρέμειναν και κάποιοι γύρισαν στην πατρίδα.
Όταν πρωτοπαρουσίασα το βιβλίο στη Θεσσαλονίκη, δέχθηκα τηλεφωνήματα από κόσμο που με ρωτούσε, πώς σκέφτηκα να πραγματευτώ αυτή την ιστορία και ότι τους συγκινούσε. Αυτό δεν το περίμενα. Έγραψα το βιβλίο επειδή ήθελα πρώτα να λυτρωθώ εγώ. Τώρα, όταν ακούω τις αντιδράσεις, λέω ότι άξιζε να ειπωθεί τελικά αυτή η ιστορία.

Σήμερα έχει ξεκινήσει και πάλι ένα μεταναστευτικό κύμα στο εξωτερικό.
Είναι διαφορετική η φυγή σήμερα. Οι Έλληνες τότε έφυγαν από μία χώρα πλήρως κατεστραμμένη ύστερα από ένα πόλεμο. Τότε έφυγε το αγροτικό εργατικό δυναμικό.
Σήμερα φαίνεται να έχουμε φθάσει σε μία οικονομική καταστροφή, ελπίζω βέβαια να μην είναι ακριβώς το ίδιο, όπως τη δεκαετία του ΄60. Αυτή τη φορά δεν φεύγει όμως από τη χώρα το εργατικό δυναμικό. Φεύγουν πάλι οι νέοι όπως τότε, αλλά πρόκειται για το καταρτισμένο επιστημονικό προσωπικό, το οποίο χάνει η χώρα. Αυτό είναι πολύ επώδυνο. ¶ρα έχουμε μετανάστευση κάτω από άλλες συνθήκες, με κυρίαρχο ρόλο τη φτώχεια και πάλι. Το οξύμωρο είναι, ότι φεύγουν πάλι στη Γερμανία. Διάβαζα πρόσφατα, ότι η μετανάστευση τη Γερμανία το 2011 ήταν αυξημένη κατά 29.000 άτομα. Ταρακουνήθηκα όταν συνειδητοποίησα ότι χρειάσθηκαν μόλις λίγες δεκαετίες για να έχουμε ξανά μετανάστευση.

Έχετε σπουδάσει στην παιδαγωγική ακαδημία. Στο Μόναχο αναζητούν νηπιαγωγούς από την Ελλάδα. Θα πηγαίνατε; Θα μεταναστεύατε σήμερα;
Έχω τελειώσει την παιδαγωγική ακαδημία. Αυτό είναι το κύριο μου επάγγελμα. Μέσα από αυτό ωρίμασα. Ίσως αυτό με βοήθησε να ασχοληθώ με την παιδική λογοτεχνία. Από εκεί ξεκίνησα. Αν ήμουν σε νεαρή ηλικία, την εποχή που πρωτοξεκινούσα, θα πήγαινα χωρίς να το σκεφτώ. Εγώ όμως δεν είμαι το δείγμα. Επειδή είμαι παιδί μεταναστών, μπορώ να προσαρμοστώ οπουδήποτε, αρκεί βέβαια να το θέλω.
Αν δεν μπορούσα να ζήσω στην Ελλάδα, ή να βρω αυτό που θα με ικανοποιούσε ψυχικά, θα την εγκατέλειπα. Νομίζω ότι και ο κάθε νέος αυτό σκέφτεται να κάνει. Αναγκαστικά, όχι επειδή το θέλει. Φεύγοντας αφήνεις πίσω σου μία οικογένεια, χωρίς να ξέρεις αν θα γυρίσεις πίσω οριστικά. Δεν είναι εύκολο αυτό. Εγκαταλείπεις ένα τόπο που επένδυσε πάνω σου, σε μεγάλωσε, τον αγάπησες, απέκτησες μία νοοτροπία την οποία αναγκάζεσαι να αλλάξεις σε ένα ξένο περιβάλλον. Είτε είσαι Έλληνας είτε προέρχεσαι από οποιαδήποτε άλλη χώρα, όταν μεταναστεύεις για δουλειά, πρέπει να αγαπήσεις το περιβάλλον στο οποίο ζεις. Πρέπει να σεβαστείς τη χώρα όπου ζεις για να σε σεβαστεί. Δεν μπορείς να πεις, ήλθα μόνο να πάρω και να φύγω.

Πως ξεκινήσατε να γράφετε;
Έχω κλείσει 15 χρόνια που υπάρχουν βιβλία μου στην αγορά. Το πρώτο μου βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις Παττάκη. Το έγραψα μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Δεν θυμάμαι τη διαδικασία καν. Έγραφα τότε στο χαρτί. Όταν επανήλθα στο εδώ-όταν γράφεις δεν είσαι εδώ, είσαι μέσα στον κόσμο που δημιουργείς-συνειδητοποίησα ότι έχω μία ιστορία. Την είδαν δύο φίλοι οι οποίοι με έσπρωξαν να την εκδώσω. Με έπεισαν τελικά και ήμουν τυχερή επειδή ο Παττάκης και ο Μάνος Κοντολέων που τη διάβασαν, με ξεχώρισαν προφανώς για το κατιτίς.
Υπάρχει όμως ένα ΑΛΛΑ. Με ρώτησαν αν έγραφα ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι σαν παιδί παρατηρούσα καθημερινά τα σύννεφα όταν γύρισα στην Ελλάδα. Τα σύννεφα αλλά ζουν διαρκώς μορφές και εγώ έκανα εκατομμύρια σενάρια καθημερινά. Αυτό το έκανα συστηματικά. Κάποια στιγμή δεν κοίταξα ξανά ψηλά. Η Θεσσαλονίκη με τις ψηλές πολυκατοικίες είναι σκοτεινή. Ίσως τότε μου δημιουργήθηκε η ανάγκη τις ιστορίες μου να τις αποτυπώνω στο χαρτί. Τώρα, όπως και πάντα, νιώθω ήρεμη όταν γράφω, Νομίζω ότι μόνο τότε νιώθω ευτυχισμένη.

Θα μπορούσατε στην Ελλάδα να έχετε κύρια ασχολία σας τη συγγραφή βιβλίων;
Ναι σίγουρα θα το ήθελα. Κάποιοι λίγοι ζούσαν και ζούνε στην Ελλάδα από τη συγγραφική τους δραστηριότητα. Η Ελλάδα δεν έχει αναγνωστικό κοινό. Είμαστε μία μικρή χώρα, ενώ η γλώσσα μας δεν μεταφράζεται, παρόλο που έχουμε αξιόλογα βιβλία λογοτεχνίας, ποίησης κλπ.
Είναι ίσως καλύτερα έτσι. Εγώ νιώθω ότι ασχολούμαι με κάτι επειδή μου αρέσει και όχι επειδή είναι αυτοσκοπός για να ζήσω. Αυτό σου βάζει άλλα βάρη. Έχοντας την άλλη μου δραστηριότητα, νιώθω ένας ελεύθερος καβαλάρης. Θέλω να γράψω, γράφω, δεν θέλω να γράψω, δεν γράφω.

Το  «Γκασταραμπάιτερ-η οδυνηρή φυγή» εκδόθηκε τελικά στην Κύπρο.
Όταν πριν τρία χρόνια προσπάθησα να δείξω τη δουλειά μου στην Ελλάδα, διαπίστωσα ότι υπήρχε ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό κομμάτι. Το θέμα όμως δεν ενδιέφερε τότε. Δεν είχε εμφανιστεί άλλωστε  η κρίση και η μετανάστευση, τουλάχιστον όχι τόσο έντονα, όπως τώρα. Αυτό μου δημιούργησε ένα βάρος και μία στενοχώρια. Είχα όμως ανθρώπους οι οποίοι δεν με άφησαν να το αφήσω.
Έκανα κάποια ταξίδια στην Κύπρο για επαγγελματικούς λόγους. Εκεί γνώρισα τον εκδότη της manus Scripta και του μίλησα για το βιβλίο. Εκείνος μου είπε ότι τον ενδιαφέρει και μου αποκάλυψε ότι ήθελε να κάνει έναν εκδοτικό οίκο. Έτσι προέκυψε η συνεργασία μας. Πρακτικά ήταν μία δύσκολη διαδικασία, ακόμη και ο συντονισμός. Ήταν ωραίο όμως το ταξίδι και πιστεύω ότι επειδή το βιβλίο πραγματεύεται τις ιστορίες των γκασταρμπάιτερ, έπρεπε τελικά να κάνει το ίδιο το δικό του ταξίδι και να έλθει απέξω. Αυτό σκέφτηκα εξαρχής.

*Η παρουσίαση του βιβλίου πρόκειται να γίνει την Τετάρτη 25 Ιουλίου στις 7.30 το απόγευμα στο Διεθνές Κέντρο Συγγραφέων και Μεταφραστών Ρόδου.

Συνέντευξη στην εφημερίδα ΠΟΛΙΤΗΣ-ΚΥΠΡΟΣ και στη Χρύστα Ντζάνη
Το μεγάλο ταξίδι του «Γκασταρμπάιτερ»

10/12/2012
Γράφει η Χρύστα Ντζάνη | Φωτογραφία Ελένη Παπαδοπούλου

«Γκασταρμπάιτερ» αποκαλούσαν στα μέσα του περασμένου αιώνα τους μετανάστες που έφταναν κατά χιλιάδες και οργανωμένα στη Γερμανία για να συνεισφέρουν με την εργασία τους στην αναγέννηση της χώρας -η Έλενα Αρτζανίδου έγραψε ένα μυθιστόρημα για τους γκασταρμπάιτερ με στοιχεία από την οικογενειακή της ιστορία, ενώ το βιβλίο της έπρεπε να μεταναστεύσει κι αυτό -στην Κύπρο- για να βρει εκδότη

Στα γερμανικά, «γκασταρμπάιτερ» θα πει φιλοξενούμενος εργάτης. Έτσι αποκαλούσαν, στα μέσα του περασμένου αιώνα, τους μετανάστες που έφταναν κατά χιλιάδες και οργανωμένα στη χώρα, από τον νότο, οι οποίοι συνεισέφεραν με την εργασία τους στην αναγέννηση της διαλυμένης μεταπολεμικά γερμανικής οικονομίας.

Ανάμεσά τους περίπου μισό εκατομμύριο Έλληνες, οι οποίοι στο πλαίσιο διακρατικής συμφωνίας εγκατέλειψαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 την Ελλάδα, που έμοιαζε τότε εγκλωβισμένη στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτικές πληγές της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου.

«Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή» είναι και ο τίτλος του μυθιστορήματος της Έλενας Αρτζανίδου που, σάμπως να εγκλωβίστηκε κι αυτό στον τίτλο του, χρειάστηκε να μεταναστεύσει για να μπορέσει να εκδοθεί -από την Ελλάδα στην Κύπρο. Η συγγραφέας -παιδί μεταναστών κι η ίδια, το πρώτο παιδί Ελλήνων που γεννήθηκε, το 1964, στο χάιμ [ξενώνας μεταναστών] του Βαλντσάσεν της Δυτικής Γερμανίας- ξεκίνησε, χάρη στην επιμονή φίλων, να γράφει την ιστορία της οικογένειάς της και κατέληξε σε μια νουβέλα, με ιστορικά ερεθίσματα. Όταν όμως δοκίμασε να την εκδώσει, συνάντησε την άρνηση των εκδοτών που θα προτιμούσαν την ίδια ιστορία σε μυθιστόρημα. Λίγα χρόνια μετά, στις αρχές του 2008, όταν πια ολοκλήρωσε τη μετατροπή της ιστορίας σε μυθιστόρημα, ο εκδοτικός χώρος στην Ελλάδα βρισκόταν ήδη στις απαρχές της κρίσης και, παρά τις διαβεβαιώσεις των εκδοτών ότι ήταν καλογραμμένο, το βιβλίο της δεν έπαιρνε το επιθυμητό «τυπωθήτω».

«Δεν έπαιρνα αρνητική απάντηση ως προς το περιεχόμενο ή το πώς ήταν γραμμένο, αλλά ως προς το ποιον θα ενδιαφέρουν οι γκασταρμπάιτερ -είναι κάτι τελειωμένο, έλεγαν. Ίσως αν το έστελνα τώρα, να είχε άλλο ενδιαφέρον», μας είπε η ίδια, όταν συναντηθήκαμε στη Λευκωσία. Και ενώ όλα έδειχναν ότι το «Γκασταρμπάιτερ» θα έμενε στο συρτάρι, πέρσι το φθινόπωρο, σε μια επίσκεψή της στην Κύπρο για την παρουσίαση των παιδικών της βιβλίων, δέχτηκε το τηλεφώνημα ενός βιβλιοπώλη από την Πάφο, του Σωτήρη Χριστοδούλου, που τον είχε γνωρίσει σε προηγούμενο ταξίδι της στο νησί.

Ακούγοντας ότι το βιβλίο δεν έβρισκε εκδότη και έχοντάς το διαβάσει ο ίδιος, ο κ. Χριστοδούλου αποφάσισε, καίτοι απολύτως άπειρος με τις εκδόσεις, να αναλάβει ο ίδιος την έκδοσή του. Και εγένετο «Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή», ένα βιβλίο σκέτη περιπέτεια.

«Αυτό σήμαινε ότι θα τα έκανε όλα [σ.σ.: ο κ. Χριστοδούλου] για πρώτη φορά, δεν είχε επαφή με τον χώρο της έκδοσης του βιβλίου. Η συμφωνία ήταν ότι το βιβλίο θα στηθεί στην Ελλάδα, σελίδωση, επιμέλεια κτλ. Ήταν όμως αρκετά δύσκολο γιατί ήταν τρεις άνθρωποι σε τρεις διαφορετικές πόλεις -η επιμελήτρια στην Αθήνα, εγώ στη Θεσσαλονίκη κι αυτός στην Πάφο. Γι’ αυτό και υπάρχουν κάποια μικρολαθάκια στην έκδοση. Χάρηκα πολύ που έγινε, δεν μετάνιωσα λεπτό. Αλλά όταν έγινε, κατάλαβα ότι τώρα αρχίζουν τα δύσκολα. Γιατί εγώ, ως συγγραφέας στην παιδική λογοτεχνία σε μεγάλους εκδότες, αρκεί να δώσω τη δουλειά. Το βιβλίο θα διακινηθεί από τον εκδότη και όσο πιο μεγάλος ο εκδότης, όπως ο Ψυχογιός, το βιβλίο θα είναι από την πρώτη βδομάδα σε όλη την Ελλάδα και στην Κύπρο».

Στο «Γκασταρμπάιτερ» η κ. Αρτζανίδου, συγγραφέας 29 βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας, έπαιξε η ίδια τον ρόλο του εκδότη, του μάνατζερ, του δημοσιοσχετίστα. Έκλεισε και έκανε περιοδεία σε 13 πόλεις, 10 στην Ελλάδα και τρεις στη Γερμανία με προσωπικό κόστος και προσωπική επαφή. Και προπάντων οργάνωσε τη διανομή του βιβλίου, διότι ήταν πολύ δύσκολο να βρει αποθήκη στην Ελλάδα, αφού για τα βιβλία του εξωτερικού το κόστος είναι αυξημένο, λόγω ΦΠΑ. Τελικά, με τη βοήθεια ενός από τους παλιούς της εκδότες, του Βιβλιόφωνου, το «Γκασταρμπάιτερ» διακινείται σήμερα στα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. «Έτσι το βιβλίο βγήκε ένα ταξίδι. Αλλά είναι ένα βιβλίο που μιλάει για γκασταρμπάιτερ, για μετανάστη, φιλοξενούμενο. Μόνο φιλοξενούμενο σε μία άλλη χώρα έπρεπε να ‘ναι -άρα στην Κύπρο- για να γίνει βιβλίο. Το βιβλίο έπρεπε να μεταναστεύσει για να βγει», λέει η κ. Αρτζανίδου.

 Το «Γερμανάκι» με τη Nutella

Η συζήτησή μας περιστράφηκε γύρω από τη μετανάστευση. Τη δική της, της οικογένειάς της, των Ελλήνων που έφυγαν τότε και των Ελλήνων που φεύγουν ξανά τώρα. Η ίδια έκανε το ταξίδι πολλές φορές -στα δύο της επέστρεψε στην Ελλάδα και έμεινε με τη γιαγιά, σε ένα υπερπροστατευτικό περιβάλλον και σε ένα χωριό, το Μαυρονέρι Κιλκίς, όπου μόνο γέροντες είχαν μείνει πια- οι νέοι είχαν μεταναστεύσει στη Γερμανία.

Στα πέντε πίσω στη Γερμανία με τους γονείς, στα εννιά ξανά στην Ελλάδα και σε μια θεία γιατί στην περιοχή δεν υπήρχε ελληνικό σχολείο και στο γερμανικό σχολείο δεν την χώραγε ο τόπος. Ώσπου, λίγο πριν τη μεταπολίτευση, οι γονείς της επέστρεψαν παρά τη θέλησή τους στην Ελλάδα για να μεγαλώσουν την ίδια και τον μικρότερο αδερφό της. «Τότε δεν μπορούσα να καταλάβω. Τώρα καταλαβαίνω γιατί είμαι πολλές φορές πολύ βαριά μέσα μου και πολύ μοναχική. Κατά καιρούς κουβαλούσα βάρη. Τα βάρη μου είναι ότι πάντα μου έλειπαν οι γονείς μου. Τους ένιωσα γονείς μου πολύ μεγάλη. Και με πλήγωσε αυτό το πράγμα».

Στο χωριό, οι ντόπιοι την αποκαλούσαν «Γερμανάκι». Όχι υποτιμητικά, λέει, ήταν απλώς το διαφορετικό παιδί του χωριού -μιλούσε και γερμανικά, είχε δεύτερο ρούχο και έτρωγε Nutella όταν όλοι οι άλλοι έτρωγαν ψωμί με ζάχαρη- γεύση που η ίδια έβρισκε εξωτική. Πριν δύο βδομάδες, σε παρουσίαση του βιβλίου της στη Γερμανία, συνάντησε νέους μετανάστες.

Τη ρωτώ αν περίμενε, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι την ιστορία της μετανάστευσης του ’60, να επαναληφθεί η ίδια εικόνα των Ελλήνων που φεύγουν για μια καλύτερη τύχη, μισό αιώνα μετά. «Το βιβλίο το τελείωσα αρχές του ’08. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ξαναζούσαμε κύματα μεταναστών. Εγώ έγραψα την ιστορία ενός αριθμού μεταναστών γιατί πιστεύω ότι έπρεπε να ξαναγραφτεί, γιατί ήταν ένα κοινωνικό γεγονός που άξιζε να το μάθουν και άλλοι μέσα από μια μυθοπλασία». Τότε, όπως και τώρα, παρατηρεί, οι μετανάστες άφηναν πίσω τους μια χώρα σε οικονομική εξαθλίωση. Τότε, όμως, υπήρχε ένας πόλεμος και ένας εμφύλιος, σημειώνει. Οι μετανάστες πήγαιναν οργανωμένα και ήταν άνθρωποι που συχνά δεν είχαν τελειώσει καν τη στοιχειώδη εκπαίδευση. Σήμερα, στο πρόσφατο ταξίδι της στη Στουτγκάρδη, συνάντησε Έλληνες μορφωμένους, με πτυχία, που εμφανίζονταν στους συλλόγους των Ελλήνων και ζητούσαν δουλειά.

Πίσω στην Ελλάδα, σχολιάζοντας τα ακραία περιστατικά ρατσιστικής βίας, εκτιμά ότι οι Έλληνες δεν μισούν τους μετανάστες -το πρόβλημα είναι ότι η πολιτεία δεν οργάνωσε ποτέ τη μαζική άφιξη μεταναστών και χάθηκε ο έλεγχος. Στη Γερμανία, αντίθετα, όπου η μετανάστευση γινόταν οργανωμένα και οι «γκασταρμπάιτερ» ζούσαν σε υπόληψη και όχι παραπεταμένοι, υπήρξε ενδιαφέρον για να μεταφραστεί το βιβλίο της, διότι τους ενδιαφέρει η ματιά των ίδιων των «γκασταρμπάιτερ» στο θέμα.

Τελικά, τι είναι το «Γκασταρμπάιτερ»;

 «Και στην Ελλάδα και στη Γερμανία συνάντησα ανθρώπους, μετανάστες, που συγκινήθηκαν επειδή κάποιος ασχολήθηκε με την ιστορία τους. Είναι οι αλήθειες αυτής της γενιάς. Όσοι το διάβασαν βρήκαν τη δική τους ιστορία μέσα».

 + Το βιβλίο «Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Manus Scripta και θα παρουσιαστεί στις 1/2/2013 στο βιβλιοπωλείο Rivergate, στα Λατσιά.