Σάββατο 19 Μαΐου 2012

Μέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων- "Άξον κι ατό"


Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου / Εκπαιδευτικός-Συγγραφέας / helenarzan@gmail.com
 Κλείνω το βιβλίο από τη μαρτυρία του Παντελή Αναστασιάδη, (ΠΑΝΤΕΛ-ΑΓΑ) Καπετάνιου του Ποντιακού Αντάρτικου, «Μνήμες του ποντιακού Έπους 1913-1922», ένα ακόμη βιβλίο που στοχεύει στην ανάδειξη του εγκλήματος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και κυρίως της αντίστασής τους. Από τη μαρτυρία του Παντέλ-Αγά, που κατέγραψε ο ίδιος και σήμερα δε ζει την περίοδο 1962-1965 στο Ποντολίβαδο Καβάλας, μπορούν οι νεότεροι να μάθουν, αλλά και να μεταφερθούν από την ζωντανή περιγραφή και τα λεπτομερή στοιχεία του στα ορμάνια και στις περιοχές της Σαμψούντας, Πάφρας, Έρπας και Αμασείας. Αλλά και να μάθει για την αντίσταση των παλικαριών στη βία των Νεότουρκων, στον αγώνα τους μέχρι που φτάσουν στην Ελλάδα.
Κλείνω το βιβλίο και φέρνω στη μνήμη μου τη γνώριμη μορφή της γιαγιάς μου από την Ορντού, ενώ στα αυτιά μου θαρρώ πως ακούω τη φωνή της, και όμως εκείνη δεν είναι εδώ, δώδεκα χρόνια πριν προτίμησε να ταξιδέψει στους ουρανούς και να μου αφήσει όμως για πάντα τις ιστορίες της, παρηγοριά και χρέος.
«Έλενη, κάθκα αδακά, θα λέγωσε κατ».
Ωχ! Σκέφτομαι πως πάλι η γιαγιά θα με στριμώξει για να μου διηγηθεί κάποιες από τις παλιές της ιστορίες από την πατρίδα. Κάνω να αντιδράσω με τη δικαιολογία πως τις έχω ξανακούσει.
«Έλα πούλιμ, άξον και ατό, κι πασάτο τ’ άλλ την φορήν».
Ευτυχώς σίμωσα κοντά της και έγινα μάρτυρας μιας ακόμη ιστορίας από τη δική της αλησμόνητη πατρίδα.
«Η Ορντού ήταν πολύ όμορφη. Νερά, λεύκες στόλιζαν τον τόπο. Γυναίκες και άντρες ερωτεύονταν. Παιδιά ερχόταν στη ζωή. Διασκεδάζαμε, δουλεύαμε και οι Τουρκάντ’ ζούσαν κοντά μας. Φιλικοί και ήσυχοι όλα τα χρόνια που θυμάμαι. Ώσπου ένα πρωινό αρκετές μέρες πριν μαυρίσει ο ουρανός και η πόλη πνιγεί από τις κραυγές και το κλάμα, ο θείος μου με έστειλε μαζί με τον αδερφό μου να βοσκήσω το κοπάδι μας. Το είχα ξανακάνει. Απομακρυνθήκαμε από το χωριό και ανεβήκαμε στο λόφο. Κόντευε μεσημέρι όταν είδα ξαφνικά πέντε άγνωστους να μας πλησιάζουν και να μας κυκλώνουν. Οι φωνές μας δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε κανέναν από τους δικούς μιας και ήμασταν μακριά, έτσι μας άρπαξαν και γρήγορα μας απομάκρυναν με το κοπάδι. Τρέμαμε όταν μας πέταξαν σε βαθύ χαντάκι. Ο Μικρός κόλλησε στην αγκαλιά μου και δε σταμάτησε να κλαίει μέχρι που ακούσαμε πάλι τις δυνατές φωνές τους. Θυμάμαι μέχρι και τώρα τα λόγια τους καθώς οι Τούρκοι που μας άρπαξαν μάλωναν για την τύχη μας. Ένας μόνο από όλους δε συμφωνούσε με τους υπόλοιπους.
«Πήραμε το κοπάδι, τα παιδιά πρέπει να τα εξαφανίσουμε».
«Μα τι μας έκαναν, ας τα αφήσουμε», έλεγε ο υπερασπιστής μας.
«Νωρίς το πρωί πριν φύγουμε με τα ζωντανά θα τελειώνουμε με τα τζαναβάρια».
Αυτό το τελευταίο τους έκανε να μαλώσουν. Τελικά κάποια στιγμή σώπασαν.
«Να δεις πως θα μας σκοτώσουν» μου ψιθύρισε ο Μικρός και ξέσπασε σε βουβό κλάμα. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου και έκλαψα μαζί του μέχρι που «Έλενη έρθεν ο φέγγον και κοιμέθαμεν».
Την επόμενη μέρα μας ξύπνησαν δυνατές κραυγές. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν οι άγνωστοι, όμως όταν οι φωνές πλησίασαν κατάλαβα μαζί και Μικρός πως ήταν οι δικοί μας που μας αναζητούσαν. Αργότερα και όταν μας έβγαλαν οι δικοί μας μάθαμε πως τους είχαν πιάσει στον ύπνο και ο ένας από τους πέντε έδειξε που μας είχαν κρύψει. Ήταν ο υπερασπιστής μας.
Μέρες μετά ξεκίνησε το κακό με τους Τούρκους να καίνε και να σφάζουν κάθε δικό μας άνθρωπο. Η τύχη αυτή τη φορά, Έ-λενη δε θα ήταν μαζί μου. Λίγες μέρες αργότερα θα έχανα την πατρίδα, τη μάνα, τη μεγάλη μου αδερφή για πάντα και τον Μικρό».
«Ναι, όμως, γιαγιά σου υπόσχομαι πως η ιστορία σου από την Ορντού, αυτή και άλλες που μου έχεις εμπιστευτεί δεν θα χαθεί», της υποσχέθηκα «θα την κουβαλώ στη μνήμη μου και θα τη διηγούμαι στα δικά μας παιδιά αλλά και στους άλλους που θα ακολουθήσουν».
*Πριν η γιαγιά η Μαρίκα πεθάνει ήμουν μόνη μαζί της στο μικρό δωματιάκι καθώς ψυχορραγούσε. Θυμάμαι που άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε μετά με όση δύναμη διέθετε μου ζήτησε:
«Έ-λενη θέλω να σκούμε», μου είπε ικετευτικά, αλλά ήξερα πως δεν μπορούσε να σταθεί και πολύ περισσότερο να περπατήσει. Η επιμονή της με έπεισε και τη σήκωσα
«Θέλω να ελέπω οξουκά. Να λέπω την πατρίδα μ’», μου είπε και κοίταξε από το παραθυράκι, έμεινα να την κρατώ ακίνητη και αδύναμη να την μεταφέρω πίσω στο κρεβάτι…
«Την πατρίδα πούλιμ». Δυο μέρες μετά πέθανε.
*Η ιστορία της γιαγιάς πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», στις 17 Μαΐου 2004. Η εισαγωγή είναι καινούργια αλλά και στην ιστορία της γιαγιάς έγιναν κάποιες βελτιώσεις, ενώ η δική μου μαρτυρία στο τέλος είναι καινούργια. Τα όποια λάθη στη διατύπωση των Ποντιακών εκφράσεων δεκτά μιας και δεν ξέρω να γράφω και πολύ περισσότερο να καταλαβαίνω τον γραπτό ποντιακό λόγο.
Διαβάστε το thinkfree εδώ:
http://www.thinkfree.gr/opinions/%CE%AC%CE%BE%CE%BF%CE%BD-%CE%BA%CE%B9-%CE%B1%CF%84%CF%8C

Το τραγούδι!
Μια νέα στήλη για το Μυθιστόρημά μου "Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή",πατήστε εδώ:
http://ardjanidou.psichogios.gr/p/blog-page_18.html 
για διαβάσετε για το βιβλίο και να δείτε.
Μυθιστόρημα ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ μέσα Μαΐου

Γκασταρμπάιτερ,η οδυνηρή φυγή
Αληθινή ιστορία.
Συγγραφέας:Έλενα Αρτζανίδου
Εκδόσεις ManusScripta,Κύπρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου