Αντρέας Καρακίτσιος Καθηγητής Λογοτεχνίας ΑΠΘ |
Η Έλενα
Αρτζανίδου είναι μια καθιερωμένη και καταξιωμένη συγγραφέας στο χώρο της
παιδικής πεζογραφίας. Το μαρτυρούν τα 35 και πλέον βιβλία της που κυκλοφορούν
εδώ και μερικά χρόνια. Το μυθιστόρημά της με τον ερεθιστικό τίτλο, Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή και με τον
υπαινικτικό υπότιτλο Αληθινή ιστορία και
με το ελκυστικό εξώφυλλο ( γάντι με τον υπότιτλο) υποθέτω ότι αποτελεί ένα
σκαλοπάτι /τομή στη συγγραφική της πορεία.
Μια
εντελώς απροσδόκητη προσέγγιση (ανάγνωση) του μυθιστορήματος και παράλληλα ένας
κριτικός σχολιασμός θα μπορούσε να ξεκινήσει από τη φωτογραφία του εξωφύλλου, η
οποία, όπως και ο τίτλος «σημαίνει» και
νοηματοδοτεί πολλαπλώς . Να σκεφτούμε δηλαδή τι νοηματοδοτήσεις και σημασίες θα
προκαλέσει στον έντιμο και υποψιασμένο αναγνώστη αυτή η φωτογραφία. Να
προχωρήσουμε σε μια σημειολογία των στάσεων και κινήσεων του σώματος, του
βλέμματος των τριών ανδρών στη φωτογραφία και να σηματοδοτήσουμε τη φωτογραφία ως
κλειδί ανάγνωσης του μυθιστορήματος.
Η
φωτογραφία των τριών ανδρών στο εξώφυλλο του μυθιστορήματος είναι μια
φωτογραφία, σαφώς ερασιτεχνική, τραβηγμένη στο κανονικό φως της ημέρας.
Φαίνεται ότι ο φωτογράφος εστιάζει στα σώματα και στα πρόσωπα των ανθρώπων και
αδιαφορεί παντελώς για τον περίγυρο. Κοιτώντας από αριστερά απεικονίζεται ένας
μεσήλικας και μεγαλύτερος των άλλων δυο. Στη μέση ίσως ο πιο νεότερος της
παρέας με περισσότερη αδημονία στο πρόσωπό του, με βλέμμα ευθύ και άμεσο
κατάφατσα στο φακό. Δίπλα του στέκεται ο τρίτος της παρέας με βλέμμα να κλίνει
προς το μέσον της φωτογραφίας, θα έλεγα πλάγιο και διαγώνιο.
Η μεγάλη
διαφορά των τριών ανδρών εστιάζεται στο στήσιμο των χεριών. Η εστίαση εκεί
δικαιολογείται και από τη σημαντικότητά τους, εφόσον τα χέρια είναι το πλέον
ουσιαστικό εργαλείο για τους έλληνες μετανάστες στη Γερμανία. Τα χέρια του
μεσήλικα αριστερά, αφημένα κάτω παραπέμπουν σε σήματα παραίτησης ή και σε συμβιβασμούς ωριμότητας. Τα χέρια κάτω είναι μια θέση
χεριών πολύ κοντά στο κλασικό και τυπικό στυλ, που θυμίζει στάση προσοχής , άρα
υποταγής. Αντίθετα τα χέρια του νεαρού στο μέσον της φωτογραφίας έχουν άλλο
στυλ περισσότερο συμβατό θαρρεί ς με το νεαρόν της ηλικίας και με το
αποφασιστικό και ευθύ βλέμμα του. Και τα δυο του χέρια στηρίζονται στη μέση και
προσλαμβάνονται έτσι ως κίνηση αποφασιστικότητας, ετοιμότητας και αναμονής.
Τέλος, ο τρίτος άνδρας
φωτογραφίζεται με τα χέρια πίσω, έτοιμος
ή λίγο πριν από την έκρηξη; Μάλλον όχι, αντίθετα δείχνει και με το βλέμμα του κατά
τι περισσότερο σίγουρος για τον εαυτό του.
Βέβαια το
καθοριστικό ερώτημα είναι ποιός είναι ποιός στη φωτογραφία. Να πω πως μάλλον ο μεσαίος και ο ευρισκόμενος στο δεξί
άκρο συνταιριάζουν περισσότερο με τον ήρωα που εγγράφεται ως το κεντρικό
αρσενικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα. Να προσθέσω όμως κάτι. Και τα τρία πρόσωπα
έχουν ένα ξεχωριστό τρόπο να αντικρίζουν το φακό από αμήχανα βλέμματα έως
συγκρατημένα μειδιάματα. Ένα σφιγμένο χαμόγελο του μεσήλικα αριστερά που
εναντιώνεται λες στη σκληρή πραγματικότητα που διήλθε αλλά φοβάται ότι θα επαναλαμβάνεται και που δεν ξεγελιέται
πια, τα έχει δει όλα. Ο δεύτερος άνδρας
στην άκρη της φωτογραφίας, με αρχόμενη φαλάκρα και πιο συμβατικό στήσιμο και
ντύσιμο έχει καθαρό χαμόγελο ή μάλλον χαμόγελο
πείσμα. Να πω ότι διακρίνω επίσης μια χροιά μελαγχολίας στο αχνό και ελάχιστα
διαγραφόμενοι χαμόγελο; Μπορεί και ναι. Αντίθετα στο μεσαίο και πιο νεαρό άνδρα
της φωτογραφίας όλα τα σημαινόμενα των
κινήσεων χεριών και σώματος είναι καθαρά και αποφασιστικά.
Το
μυθιστόρημα με αυτά τα στοιχεία, δηλαδή τίτλο, υπότιτλο και εξώφυλλο, ήδη
γεννάει προσδοκίες και ερωτήματα. Πώς επεξεργάζεται και διαπραγματεύεται το
φαινόμενο της μετανάστευσης ένας συγγραφέας που γεννήθηκε ακριβώς στην κορύφωσή
του, δηλαδή στη δεκαετία του ‘60; Πώς εξηγείται αυτή η επιστροφή / επιλογή στο
θέμα της Μετανάστευσης σήμερα μετά από μια 20ετία, όπου το θέμα πιάνεται
αντίστροφα; Γιατί, εδώ κα μια εικοσαετία τουλάχιστον η μυθιστορηματική γραφή
σχολιάζει τη μετανάστευση των «άλλων»
που έρχονται στη χώρα μας και όχι των «δικών» μας που φεύγουν. Πώς είναι
δυνατόν να αντιληφτεί ένας σύγχρονος αναγνώστης το οδυνηρό φορτίο μνήμης ,το
οδυνηρό τραύμα του ξεριζώματος των προηγούμενων γενιών;
Στα ερωτήματα αυτά θα απαντήσει κανείς με
διάφορους τρόπους διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα. Το μόνο
σίγουρο είναι ότι η συγγραφέας θέλει να ξεμπλέξει με το φορτίο των γονιών, το
φορτίο του αγωνιστή πατέρα αλλά και με τις όποιες αφηγήσεις έχει εσωτερικεύσει
και κουβαλεί μες στη ψυχή της. Το επιχειρεί υιοθετώντας ταυτόχρονα δυο
πράγματα. Πρώτον, με το μυθιστόρημα αυτό
η συγγραφέας εγκαταλείπει τη γραφή και το μότο της παιδικής λογοτεχνίας.
Μορφολογικά, υφολογικά και βεβαίως και θεματικά. Δεύτερον επιλέγει μια πρωτοπρόσωπη γραφή με
εναλλαγή οπτικής γωνίας, θέασης και καταγραφής της πραγματικότητας και μάλιστα
δεν είναι η συγγραφέας/ κόρη που αφηγείται τα γεγονότα μέσα από τη δική της
λογική και ματιά αλλά προτιμάει εκείνη της νεαρής και μελαγχολικής Αντωνίας,
της μητέρας.
Δεκαετία
του ’60 , σχεδόν γύρω στα 196o,
ομάδες νεαρών ελλήνων παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς. Συγκεκριμένα, 8 ζευγάρια
νεαρών ελλήνων και μια νεαρή κοπέλα μόνη της παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς. Μέσω
Θεσ/νίκης, Πειραιά και Ιταλίας φτάνουν στη γκρίζα περιοχή της νότιας Γερμανίας.
Η Αντωνία ταξιδεύει μόνη και σχεδόν καταθλιμμένη, γιατί ο σύζυγος δεν μπορεί να
βγάλει τα απαραίτητα χαρτιά και να μεταναστεύσει μαζί της, καθότι αριστερός και
κομμουνιστής, και γιατί η Αντωνία μόλις έχει χάσει και ένα παιδί 2-3 χρονών. Ξεκινούν
από ένα μικρό χωριό της κεντρικής Μακεδονίας κατάφατσα στο Πάϊκο.
Στη
συνέχεια του μύθου απλώνεται η ζωή των μεταναστών… Δυσκολίες αντιξοότητες,
στενοχώριες, η απρόβλεπτα καλή αντιμετώπιση των γερμανών απέναντί τους,
σκηνές εργατικής αλληλεγγύης, η νοσταλγία της πατρίδας και άλλα πολλά, όπως
η σπαρακτική ιστορία της Ελευθερίας και
του Αρίστου, της Λένας και του Λευτέρη. Μικρές καθημερινές ιστορίες μέσα στο
εργοστάσιο, μέσα στο σπίτι (χάιμ) με κοινόχρηστες τουαλέτες που φιλοξενεί τα 8
ζευγάρια και έξω από τη γερμανική κοινωνία. Οι ήχοι του βάρδου της ξενιτιάς
Στέλιου Καζαντζίδη, η επικοινωνία με την πατρίδα μικρές σπίθες παρηγοριάς.
Η
πρωταγωνίστρια ( Αντωνία)υποδέχεται μετά από λίγο καιρό τον άνδρα της το Χάρη
και σε λίγο μένει έγκυος και γεννάει το πρώτο τους παιδί. Όλο το Χαιμ και η
ελληνική παρέα γιορτάζει και χαίρεται. Η ανατροπή όμως είναι κοντά, ο Χάρης
ταξιδεύει στην Ελλάδα για την άρρωστη θεία του και εγκλωβίζεται εκεί, γιατί εντωμεταξύ επιβάλλεται η επτάχρονη
δικτατορία της 21ης Απριλίου. Ο Χάρης φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ
για εφτά χρόνια. Το ζευγάρι χωρίζει βιαίως και η Αντωνία και η μικρή Αλεξάνδρα
μένουν μόνες για εφτά ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία.
Τώρα το
σκηνικό αλλάζει και έχουμε εξαιρετικές σκηνές βίας και καταπιέσεων στις
φυλακές. Σε αυτό το διάστημα η Αντωνία έχει πάντα τον πρώτο λόγο και είναι αυτή
που μεταφέρει με τη φωνή της τις εξελίξεις στη Γερμανία και στην Ελλάδα.
Το
μυθιστόρημα κυλάει άνετα, οι πλευρές της ζωής στη Γερμανία εγγράφονται
αδρομερώς όπως και οι ανάλογες πολιτικές στην Ελλάδα της χούντας. Το σημαντικό
για τη συγγραφέα είναι ότι καταφέρνει να στήσει και να παρουσιάσει
ολοκληρωμένους χαρακτήρες . Αποτυπώνει και ολοκληρώνει συγκεκριμένους
μυθιστορηματικούς χαρακτήρες /τύπους μετανάστη
και ειδικότερα αγρότες, γόνους πολυμελών αγροτικών οικογενειών, όπως και
τυπικούς χαρακτήρες γερμανών εργατών και πολιτών με θετικό πρόσημο. Όλο το
μυθιστόρημα αρθρώνεται σε 14 άνισες ενότητες. Οι ενότητες που αφορούν τη ζωή
και τις περιπέτειες της Αντωνίας ηρωίδας περνούν από το φίλτρο και τη φωνή της πάντα
σε πρώτο πρόσωπο. Οι υπόλοιπες ενότητες λιγότερες φυσικά που αφορούν τον άντρα
της ,που είναι μακριά της, είναι γραμμένες σε τρίτ0 πρόσωπο, δηλαδή μια κλασική
παντογνωστική αφήγηση με έναν αφηγητή ουδέτερο.
Η φωνή της Αντωνίας μοιάζει
αυθεντική, άμεση και αληθινή. Μέσα στα έργο της η συγγραφέας μετατρέπει προσωπικά της βιώματα σε
μυθιστορηματικές καταστάσεις, κρατώντας πάντα την απαραίτητη απόσταση από το
αυτοβιογραφικό στοιχείο αλλά επιτρέποντας στους ήρωές της να βλέπουν τα
πράγματα με τη δική της θεώρηση. Αντίθετα ο Χάρης είναι μάλλον ελλιποβαρής
φιγούρα, γιατί αυτός μάλλον ανήκει αλλού, τα σπουδαία συμβαίνουν εν τη απουσία
του.
Στην ουσία η συγγραφέας πλάθει δυο πρόσωπα τον
πατέρα και τη μητέρα. Δεν είναι απλά διηγηματογραφικές φιγούρες. Οι εξομολογήσεις,
οι προσευχές, οι αναθεματισμοί και οι απαντοχές τους θα δημιουργήσουν έναν
στέρεο μύθο αλλά και ένα ολοκληρωμένο χαρακτήρα που ακουμπά επάνω σε ένα
συλλογικό πλέον μύθο στον μετανάστη της δεκαετίας του 60. Μόνο που αυτός ο χαρακτήρας
ανήκει στην ηθική και στο πένθος της καρδιάς. Αυτοί οι χαρακτήρες λείπουν από
τον ρηχό και παράταιρο σημερινό κόσμο. Είναι πρόσωπα που ανήκουν σε ένα άλλο
βαθύτερο ρεύμα ζωής , όπου ο νους παραμερίζει για να ακουστεί η φωνή που
βγαίνει κατευθείαν από το φυλλοκάρδι. Μιλάει η χθόνια φωνή, η φωνή μαρτυρία των
επιγόνων για τους προγόνους.
Έτσι, περισσότερο
και από μια αυτοβιογραφική γραφή το μυθιστόρημα Γκασταρμπάιτερ,
η οδυνηρή φυγή είναι η ανάγκη επικοινωνίας με τον εαυτό της και η διάσωση
της προσωπικής της ταυτότητας και κάπως συνολικότερα αυτήν της οικογένειά της. Tελικά , όλα τα παραπάνω μας
επιτρέπουν να δούμε το κείμενο ως
αυτοβιογραφικό τεκμήριο, προκειμένου να κατανοήσουμε αυτό που ενδεχομένως
ζητάει να δηλώσει η συγγραφέας: Πως για να αντέξει κανείς την πίεση και το άχθος κάποιων επώδυνων γεγονότων που βίωσε
ως άνθρωπος, η συγγραφέας μετατρέπει τον εαυτό της σε διεισδυτικό παρατηρητή
και ερμηνευτή μιας σύνθετης και επώδυνης κοινωνικής πραγματικότητας, την οποία
ούτε την εξοραϊζει, ούτε την υποκρύπτει αλλά τη φέρνει μπροστά μας με έναν
τρόπο που μας υποχρεώνει να τη δεχτούμε, να την κατανοήσουμε και να την
αποδεχτούμε σιγά-σιγά. Η ίδια λυτρώνεται
και ο αναγνώστης απογειώνεται. Είναι η ευτυχισμένη στιγμή της τέλειας
επικοινωνίας αναγνώστη και συγγραφέα …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου