Niki Eideneier |
Γκασταρμπάιτερ – Η οδυνηρή φυγή
Αληθινή ιστορία
Πάφος, Manus Scripta, 2012
Μια πράγματι αληθινή ιστορία. Τόσο που στην αρχή
έχεις κάποιες επιφυλάξεις: Ξανά μανά τα ίδια, δακρύβρεχτα και υπερβολικά, που
στους μη μετανάστες προκαλούν μια σύντομη, πρόσκαιρη συγκίνηση, ενώ στους μετανάστες της πρώτης γενιάς, αν φτάσει στα χέρια
τους, μια δυσφορία – ωχ αδερφέ, κι εμείς τα ίδια και χειρότερα έχουμε περάσει,
ενώ στους απογόνους τους, ως και στην τέταρτη πια γενιά, σχεδόν μιαν
αγανάκτηση: συνεχώς το ίδιο παραμύθι, έλα βρε γιαγιά, πάνε αυτά τώρα! Χωρίς να
έχουν διαπιστώσει πως η αφηγήτρια ανήκει κι αυτή στους νεότερους, πως η
εσωτερική της ανάγκη να μπει στο ρούχο της μάνας της, της μάνας της ιστορίας, αυτόπτη μάρτυρα και εικονικής αφηγήτριας σε πρώτο
πρόσωπο, από κάπου αλλού προέρχεται και όχι από ό,τι προκαλεί συνήθως την
έμπνευση για μυθιστορήματα καθαρής μυθοπλασίας.
Πράγματι δεν είναι η πρώτη φορά που μετανάστες και
μετανάστριες της πρώτης γενιάς και παρά τις αντιξοότητες, τη διπλή και τριπλή εργασία
που αναγκάζονταν να αναλαμβάνουν στις «φάμπρικες της Γερμανίας» όχι μόνον για
τον επιούσιο, μα κυρίως για ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών τους και για την
πολυπόθητη επιστροφή στα πάτρια, όπου θα τους περίμενε το σπιτάκι που κατάφεραν
να χτίσουν από μακριά με τις μικρές οικονομίες τους, και η υποτιθέμενη «ανοιχτή»
αγκαλιά της μάνας – Ελλάδας!
Ονόματα όπως του Βαγγέλη Σακκάτου, του Γιώργου
Μαντζουράνη, της Ελένης Τσακμάκη και άλλων, μας έρχονται αμέσως στον νου:
μαρτυρίες, βιώματα, ντοκουμέντα σε λογοτεχνική γραφή, χωρίς εξεζητημένη τεχνοτροπία, απλά, καμιά
φορά και απλοϊκά, σε τόνο όχι εξαιρετικά δραματικό, ενίοτε και με χιούμορ, στην
ομιλούμενη, καθημερινή δημοτική, με παρεμβάσεις σε κάπως υψηλότερο επίπεδο,
όταν πρόκειται για γλώσσα του ραδιοφώνου και των εφημερίδων. Όπως ήταν η
πραγματικότητα δηλαδή.
Στην προκείμενη περίπτωση: Η υπόθεση ξετυλίγεται
στη δεκαετία του ΄60, οπότε ξεκινάει και το μεγαλύτερο ρεύμα της «φυγής» της αγροτικής, κυρίως, νεολαίας. Φυγή
από τη φτώχεια, την καταπίεση της πολιτείας του ψυχρού πολέμου, της οικογένειας
λόγω της μιζέριας και της έλλειψης μόρφωσης και διαφώτισης, φυγής από την
αναδουλειά. Οι ελπίδες για την επιτυχία στη χώρα της «επαγγελίας» τη Γερμανία,
σκεπάζουν τον φόβο μπρος στο άγνωστο, στην αγλωσσία, στον άλλο τρόπο ζωής, στη
σκληρή, εφόσον πρωτόγνωρη, νοοτροπία των ντόπιων, που συχνά εκφράζεται ως και
εχθρική απέναντι στους ξένους που εισάγονται μαζικά στη ζωή τους από διάφορες
χώρες, στις περιπέτειες της μη προσαρμογής που έρχονται αμείλικτες, κάθε μέρα
και άλλες, ανειδίκευτοι εργάτες αυτοί σε βαριές, άγνωστες ως τώρα απασχολήσεις.
Αυτά και άλλα πολλά, τα γενικά εμπόδια, που πρέπει να υπερπηδηθούν από όλους τους
«γκάσταρμπάιτερ» συχνά πιο οδυνηρά ακόμα
και από την «οδυνηρή» φυγή. Σ’ αυτά προστίθεται βέβαια και η ιδιωτική ιστορία
του καθενός, η προσωπικότητά του, άγουρη ακόμα λόγω της νεαρής ηλικίας τους,
και η προσωπική του μοίρα, που καθιστά πιο έντονες τις εμπειρίες, θετικές ή
αρνητικές έως και τραγικές, ενώ τα
γεγονότα κυλούν, χωρίς να ενδιαφέρονται για το πώς και με ποια εφόδια θα τα
αντιμετωπίσει ο άνθρωπος.
Το ενδιαφέρον
στην περίπτωση της Αρτζανίδου είναι ότι στις ιστορίες της αφηγήτριας σημαντικό
ρόλο παίζουν οι σύγχρονές της ιστορικές συγκυρίες της Ελλάδας, από τη μια ως λόγος εκπατρισμού και από την άλλη ως
κίνητρο επιστροφής για την επανασύνδεση της οικογένειας, οπότε σταματά και η διήγηση,
όταν η χούντα, που με τη γνωστή μέθοδο του χαφιέ συνέλαβε και κράτησε για όλη
της τη διάρκεια στην φυλακή τον άντρα και πατέρα Χάρη. Χωρίς άλλη προετοιμασία η
γυναίκα και μάνα αμπαλάρει τα πέντε πραγματάκια τους και κρατώντας την εννιάχρονη
κόρη από το χέρι «επαναπατρίζεται». Η «φυγή» και η επάνοδος με τις αιτίες και
τα αιτιατά τους είναι οι δυο βασικοί άξονες του βιβλίου, ενώ το διάστημα της
παραμονής «εις την ξένην» αποτελεί ένα μεστό και εντυπωσιακά χαρακτηριστικό
ιντερμέτζο.
Αλλά σκοπός της παρουσίασης αυτής δεν είναι να
αφηγηθεί την «υπόθεση του έργου». Απλώς να υπενθυμίσει στο αναγνωστικό κοινό,
πως η «αποδημία» του τότε δεν έχει ξεχαστεί ύστερα από 50 και πλέον
χρόνια από τους ίδιους τους μετανάστες και τους επιγόνους τους. Αντίθετα: Η
δεκαετία του μεγάλου ξεσηκωμού του τότε επανέρχεται εφιαλτικά, αλλά και
δημιουργικά στη μνήμη τους τώρα, ίσως και χωρίς να το επιδιώκουν. Μπροστά στην
απειλή ενός καινούργιου εκπατρισμού, μιας καινούργιας εκκένωσης της πατρίδας,
που έχει ήδη αρχίσει, με άλλες συνθήκες φυσικά και υπό άλλους όρους, από χώρες
της «Ενωμένης Ευρώπης» σε χώρες της «Ενωμένης Ευρώπης» οπωσδήποτε όμως μέσα σε
παγκοσμιοποιημένες κοινωνίες, δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρουν, επιβάλλεται να
ενδιαφέρουν βιβλία σαν αυτό, όχι σαν άκουσμα που αντηχεί ένα παρελθόν, αλλά
καυτά επίκαιρο, μια παρακαταθήκη εμπειριών και βιωμάτων που παραδίδουν οι
παλιοί στους νέους εξερευνητές της τύχης τους.
Λίγα λόγια για την Ν.Εideneier
Λίγα λόγια για την Ν.Εideneier
Η Niki Eideneier γεννήθηκε στο Κιλκίς το 1940. Σπούδασε Ελληνική Φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, από όπου αποφοίτησε το 1963. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο κοντά στον καθηγητή Η. G. Beck, στον κλάδο Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία. Εργάστηκε από το 1964 ως το 1971 στο ελληνικό πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας για τους Έλληνες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το 1974 ανέλαβε ως εντεταλμένη λεκτόρισσα για νεοελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Φραγκφούρτης όπου εργάστηκε ως το 1983. Με τη βοήθεια του συζύγου της, καθηγητή της Βυζαντινολογίας και Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και σήμερα ομότιμου καθηγητή Hans Eideneier, ίδρυσε το 1982 τον εκδοτικό οίκο "Ρωμιοσύνη" για τη διάδοση της νεοελληνικής λογοτεχνίας στον γερμανόφωνο χώρο, τον οποίο και διευθύνει μέχρι σήμερα. Έχει μεταφράσει έργα της σύγχρονης γερμανικής λογοτεχνίας στα ελληνικά και της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας στα γερμανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου