Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Ο Δημήτρης Γουλής, έγραψε και είπε στο Κιλκίς για το "Γκασταρμπάιτερ η οδυνηρή φυγή'Manus Scripta".


Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή

Ε.Aρτζανίδου-Κ.Ραμπίδης-Δ.Γουλής.
Η Έλενα Αρτζανίδου είναι πια μια γνωστή και καταξιωμένη συγγραφέας στο χώρο της παιδικής πεζογραφίας, με 35 και πλέον βιβλία στο ενεργητικό της. Το καινούριο της βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο, Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή, και τον υπότιτλο Αληθινή ιστορία, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελεί μια σημαντική τομή στη συγγραφική της πορεία.
Από το εξώφυλλο κιόλας, και σε αντίστιξη με τον τίτλο, το βιβλίο γεννά προσδοκίες και ερωτήματα για το περιεχόμενό του: ποιοι είναι αυτοί; Θα τους συναντήσουμε άραγε μέσα στην ιστορία; Όταν τελειώσω το βιβλίο, θα επανέλθω πίσω στη φωτογραφία;, Ο τίτλος Γκασταρμπάιτερ, λέξη σηματοδοτημένη με την περιγραφή του μετανάστη, αποτελεί μία ιδιότητα που εμπεριέχεται ανέκαθεν στην ιδιοσυστασία του Έλληνα, άσχετα εάν τα τελευταία χρόνια, μέσα στην επίπλαστη ευμάρειά μας, το λησμονήσαμε.
Η μετανάστευση, στη σύγχρονη μυθοπλασία, ήταν κυρίως αφηγήσεις που αφορούσαν τη «συγχρονία των Άλλων» ή «τη διαχρονία του  παρελθόντος μας», των δικών μας  ανθρώπων. Ειδικά στο Κιλκίς, στα πάτρια εδάφη της συγγραφέως, σ’ έναν τόπο όπου οι μνήμες της μετανάστευσης είναι ακόμα ζωντανές και συχνά επώδυνες, το θέμα δεν έκλεισε ποτέ, δεν εξαντλήθηκε, αφού η ζωή των ανθρώπων - ακόμα και έμμεσα στις νεότερες γενιές - κουβαλούσε τις αναφορές της σ’ αυτή την περίοδο. Και τώρα, με την κρίση που περνά η πατρίδα μας και την εκκολαπτόμενη γενιά των νεομεταναστών να αυξάνεται, το ζήτημα μετανάστευση επαναπροσδιορίζεται δραματικά, κάτι που σηματοδοτεί ότι θα εγγραφεί σίγουρα στη μυθοπλασία του μέλλοντος. Δεν υπονοώ, δηλαδή, ότι έχει ξεκινήσει κάτι τέτοιο. Απλά, η στιγμή εμφάνισης και το περιεχόμενο του βιβλίου μάς υποδεικνύουν ότι τα όρια μεταξύ του παρωχημένου – όχι με τη έννοια του ξεπερασμένου,  αλλά του περασμένου – και του επίκαιρου είναι απροσδιόριστα, συγκεχυμένα και συχνά απρόβλεπτα. Με άλλα λόγια, ένα βιβλίο για τους γκασταρμπάιτερ του χθες γίνεται επίκαιρο σήμερα, ίσως άθελα του, ίσως εσκεμμένα.
Δεκαετία του ’60 λοιπόν, και όπως πολύ συχνά συνέβαινε, ζευγάρια νεαρών ελλήνων (8 για την ακρίβεια) και μια νεαρή κοπέλα μόνη της παίρνουν το δρόμο της ξενιτιάς, για τη νότια Γερμανία. Η νεαρή κοπέλα, η Αντωνία, ταξιδεύει μόνη κουβαλώντας δύο ματαιώσεις, δυο αποχωρισμούς: ο πρώτος, ανεπίστρεπτος, που κουβαλά με αβάσταχτο πόνο στην ψυχή της, είναι ο χαμός του μικρού παιδιού της από αρρώστια. Ο δεύτερος είναι ο σύζυγος που μένει πίσω, καθότι αριστερός και κομμουνιστής, και δεν μπορεί να βγάλει τα απαραίτητα χαρτιά και να μεταναστεύσει μαζί της.  Ξεκινούν από ένα μικρό χωριό του Κιλκίς, που αγναντεύει το Πάικο. Στη συνέχεια του μύθου ξεδιπλώνεται η ζωή του μετανάστη με τις δυσκολίες, τις στενοχώριες, την απρόβλεπτα καλή αντιμετώπιση των γερμανών απέναντί τους, την εργατική αλληλεγγύη, τη νοσταλγία της πατρίδας, σκηνές που εμπεριέχουν σπαράγματα ιστοριών με πόνο και δυστυχία, όπως εκείνη της Ελευθερίας και του Αρίστου, της Λένας και του Λευτέρη, μέσα στο μικρόκοσμο του χάιμ, που φιλοξενεί τα 8 ζευγάρια. Και κάπου εκεί να ακούγεται η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη,   παρηγοριά και επικοινωνία με την πατρίδα.
Το ξεκίνημα της αφήγησης εισάγει αμέσως τον αναγνώστη σε έναν κόσμο γεμάτο οικειότητα, λόγω γραφής και περιεχομένου. Η γραφή είναι ευθύβολη, πρωτοπρόσωπη, ο ενεστώτας της αμεσότητας επιβάλλει την στέρεη ανασύσταση της μυθοπλαστικής πραγματικότητας, ενώ η αφηγηματική φωνή, που ανήκει στην Αντωνία, παλινδρομεί ανάμεσα στον εσωτερικό μονόλογο και τη έμμεση συνομιλία με τον αγαπημένο της. Έτσι, η φωνή της ηρωίδας μοιάζει αυθεντική, άμεση και αληθινή με μια γλώσσα που κυλάει αβίαστα και κρατάει σε εγρήγορση την  εξελισσόμενη πλοκή με απλότητα και στιβαρότητα μαζί.
Ένα σημείο πολύ ενδιαφέρον, είναι το ξεπέρασμα μανιχαϊσμών και στερεοτύπων για την περίοδο εκείνη. Εκτός των άλλων η αφηγηματική φωνή της Αντωνίας αποδεικνύεται μια γνήσια ανθρώπινη φωνή,  γιατί στέκεται αμφίθυμα απέναντι στο τόπο μετοικεσίας των μεταναστών και την μετανάστευση. Ναι, η μετανάστευση παραμένει ένα τραύμα, από την άλλη όμως ακούστε: «Σήμερα κλείνω έντεκα μήνες παραμονής στον ξένο τόπο. Τριακόσιες τριάντα πέντε μέρες είμαι κάτοικος αυτής της νέας χώρας που μας χάρισε δουλειά και μας χόρτασε ψωμί. Το δεύτερο ρούχο το γνώρισα εδώ, μαζί και το γεμάτο πορτοφόλι. Με τις οικονομίες μας καταφέραμε τις πρώτες καταθέσεις, χωρίς να στερούμε τη μηνιαία επιταγή στους γονείς μου».
–«Ομοιόμορφα, περιποιημένα δίπατα σπίτια στολίζουν κάθε δρόμο που τυχαίνει να είναι στον προορισμό μας. Ψάχνω για την ατέλεια, τη λάσπη, τη σκόνη και τη φτώχεια. Αυτός ο τόπος μοιάζει να συνήλθε τόσο γρήγορα από τη φωτιά του πολέμου».
Η Αντωνία, υποδέχεται μετά από λίγο καιρό τον άνδρα της το Χάρη και σε λίγο μένει έγκυος και γεννάει το πρώτο τους παιδί. Όλο το Χαιμ και η ελληνική παρέα γιορτάζει και χαίρεται. Άλλη μια ματαίωση όμως προκύπτει: Ο Χάρης ταξιδεύει στην Ελλάδα για την άρρωστη θεία του και εγκλωβίζεται εκεί,  γιατί εντωμεταξύ επιβάλλεται η δικτατορία της 21ης Απριλίου. Ο Χάρης φυλακίζεται στο Γεντί Κουλέ. Το ζευγάρι χωρίζει με βίαιο τρόπο και η Αντωνία και η μικρή κόρη, η Αλεξάνδρα, μένουν μόνες για εφτά ολόκληρα χρόνια στη Γερμανία. Σε αυτό το διάστημα η Αντωνία έχει πάντα τον πρώτο λόγο και είναι αυτή που μεταφέρει με τη φωνή της τις εξελίξεις, τόσο στο μικρόκοσμό της, στη Γερμανία και στην Ελλάδα, όσο και τον απόηχο των μεγάλων γεγονότων. Ο κύκλος κλείνει με το τέλος της χούντας και την επιστροφή. Κανείς όμως δεν είναι πια ο ίδιος. Όλοι και όλα άλλαξαν. Το τέλος αποτελεί και μια καινούρια αρχή.
Όπως είπαμε, η συγγραφέας στήνει ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Αποτυπώνει και ολοκληρώνει συγκεκριμένους τύπους  του μετανάστη, αγρότες, τα παιδιά των αγροτικών οικογενειών, όπως και τυπικούς, αλλά θετικούς χαρακτήρες γερμανών. Εκτός όμως από ολοκληρωμένοι οι χαρακτήρες της είναι και δυναμικοί αφού, εξελίσσονται στο πέρασμα του χρόνου, ειδικά οι γυναικείες φιγούρες, θυμίζοντας αρκετά το μοτίβο που ακολουθούν τα μυθιστορήματα ωρίμανσης. Πάνω απ’ όλα όμως όλες αυτές οι εξομολογήσεις, οι προσευχές, οι αναθεματισμοί και οι προσδοκίες, οι ματαιώσεις και οι λυγμοί, θα δημιουργήσουν έναν στέρεο μύθο αλλά και ένα ολοκληρωμένο χαρακτήρα, την Αντωνία, που ακουμπά επάνω σε ένα συλλογικό, γνωστό πλέον, μοτίβο του μετανάστη της δεκαετίας του 60. Η Έλενα όμως δεν αναπαράγει απλά αυτό το μοτίβο, γιατί, εμβαπτίζοντάς το σε συναισθήματα και συγγραφική ικανότητα, το μετουσιώνει σε διαχρονική φιγούρα, που αξίζει να την αγγίξεις με τη καρδιά σου, μια και η φωνή της λείπει από το σημερινό μας κόσμο .
Οι ενότητες που αφορούν τη ζωή και τις περιπέτειες της Αντωνίας ηρωίδας περνούν από το φίλτρο και τη φωνή της πάντα σε πρώτο πρόσωπο. Οι υπόλοιπες ενότητες, λιγότερες φυσικά, που αφορούν τον άντρα της, το Χάρη, που είναι μακριά της, είναι γραμμένες σε τρίτο πρόσωπο, δηλαδή μια κλασική παντογνωστική αφήγηση με έναν αφηγητή ουδέτερο, ίσως γιατί πρόκειται για μια μορφή που απουσιάζει, ενώ συμβαίνουν σημαντικά πράγματα γύρω του, ίσως όμως τελικά γιατί σε αυτές τις δύσκολες εποχές, είναι οι γυναίκες που έχουν πάρει τη ζωή στα χέρια τους.
Ναι, το Γκασταρμπάιτερ, η οδυνηρή φυγή, νοείται ως αυτοβιογραφικό τεκμήριο, και κάτι τέτοιο υπονοεί με ειλικρίνεια η Έλενα προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη. Και τα καταφέρνει. Έσκαψε βαθιά σε μνήμες, αφηγήσεις και συναισθήματα και, αναδεύοντας αυτό το υλικό μέσα της, με τιμιότητα προς τον αναγνώστη, ευαισθησία και μεράκι κατόρθωσε να στήσει ένα έξοχο αφηγηματικό στιγμιότυπο, που αφήνει ελκυστικά μετέωρο τον αναγνώστη, μια και τον γεμίζει υπόνοιες, σκέψεις και προσδοκίες για το τι συνέβαινε στους ήρωες  πριν από τον χρόνο της αφήγησης αλλά και το τι θα τους προκύψει μετά. Σε αυτή την αναμέτρηση με το παρελθόν, το δικό της και της οικογένειάς της, επιλέγει τη λύτρωση μέσα από τη μετάπλασή των θραυσμάτων από βιώματα και μνήμες σε μυθοπλαστικό υλικό, κρυστάλλινο, ειλικρινές (να και γιατί προκύπτει ο υπότιτλος αληθινή ιστορία, που δε μοιάζει τελικά παράταιρος),  μια ανάγκη επικοινωνίας  τελικά με τον  ίδιο της τον εαυτό. Έναν εαυτό στον οποίο καταφέρνει -και γι αυτό λυτρώνεται- να σταθεί απέναντί του ως παρατηρητής κι ερμηνευτής, χωρίς ωστόσο να αποστασιοποιείται από τις συναισθηματικές της καταβολές. Ο συγγραφέας πρέπει ταυτόχρονα και να παρατηρεί και να βρίσκεται κοντά στον άνθρωπο. Δεν κάθεται πίσω από μια βιτρίνα περιγράφοντας ανθρώπινες καταστάσεις. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι μέσα στον κόσμο, σα να έχει απέναντί του ένα φιλαράκι του και να τα λένε. Και σ’ αυτόν που έχει δίπλα του, το φίλο του τον αναγνώστη, δεν πρέπει να σηκώνει το κεφάλι πιο ψηλά απ’ το δικό του.
 Έλενα, σ’ ευχαριστούμε για το βιβλίο, που έγραψες, εύχομαι να ’ναι καλοτάξιδο και μην ξεχνάς ότι μας γέμισες προσδοκίες και πολλή περιέργεια για το τι ετοιμάζεις στη συνέχεια.

Δημήτρης Γουλής
Δρ. Παιδικής Λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου